Χανιά. Αρχές δεκαετίας του ’80. Βραδάκι Πρωτομαγιάς. Μόλις είχα γυρίσει από εκδρομή. Τηλεφώνημα από τον προϊστάμενο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων Γιάννη Τζεδάκι. Με ενημερώνει για μια έκρυθμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί την παραμονή στη Σούγια Σελίνου, στην παραλία του Λιβυκού. Μου λέει να ετοιμαστώ για αυτοψία την επομένη.
Τα πράγματα είχαν ως εξής: με εντολή του προέδρου της κοινότητας οι κάτοικοι, αφού έκλεισαν τον δρόμο της πρόσβασης από τα Χανιά, έκοψαν το τηλέφωνο του χωριού. Έβαλαν μια μπουλντόζα και άνοιξαν αγροτικό δρόμο μέσα από τον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο, καταστρέφοντας τμήμα του ρωμαϊκού νεκροταφείου.
Όχι μόνο δεν είχε ζητηθεί άδεια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αλλά και όλο το χωριό είχε ξεσηκωθεί «εναντίον των αρχαιολόγων-εχθρών της προόδου». Το λεωφορείο της γραμμής από τα Χανιά δεν είχε καταφέρει να προσεγγίσει και αναγκάστηκε να επιστρέψει. Είχαν αναρτήσει πανό και μαύρες σημαίες.
Όμως, επειδή ως γνωστόν ο θεός αγαπάει και τον νοικοκύρη, ο φύλακας αρχαιοτήτων της περιοχής –όχι χωρίς κίνδυνο της ζωής του– κατάφερε μυστικά να το σκάσει, να πάει σε κοντινό χωριό και να τηλεφωνήσει από εκεί στον προϊστάμενό μας.
Η δική μου αποστολή μου ήταν να πάω στη Σούγια για αυτοψία με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, συνοδευόμενη από τον έμπειρο αρχιτεχνίτη Νίκο Δασκαλάκη. Να φωτογραφίσω και να επιστρέψω για να αναφέρω.
Την επομένη ξεκινήσαμε από τα Χανιά και ύστερα από καμιά ώρα φτάσαμε στην είσοδο του χωριού. Αντικρίσαμε μια ομάδα μαυροντυμένων γιαγιάδων που φύλαγαν τον δρόμο φραγμένο με σχοινί. Βλέποντας το αυτοκίνητο «της αρχαιολογίας», βάζουν τις φωνές, αρχίζουν τις κατάρες, περιλαμβανομένων και πολλών σχετικών με θανάτους όλων των συγγενών μας από καρκίνο. Μας φωνάζουν να φύγουμε «για να μη χυθεί αίμα».
Ο Νίκος, Κρητικός βέβαια, μου λέει ανήσυχος: «Βρε Μεταξία, μήπως να γυρίσουμε πίσω;». Δεν υπήρχε περίπτωση. Ζητώ να δω τον πρόεδρο της κοινότητας. Αδύνατον. Τους ζητάω να με αφήσουν να πάω στο αστυνομικό τμήμα.