«Πιάσε μου ένα “Ριζοσπάστη” και μια “Απογευματινή”» φώναξε κάποιος από το παράθυρο του τρένου που ετοιμαζόταν ν’ αναχωρήσει. Νοέμβριος 1989, Intercity Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Ένα ταξίδι που ονειρευόμουν όλα τα φοιτητικά μου χρόνια στην Αθήνα. Τώρα –κοτζάμ διευθυντής παραγωγής σε μια μικρού μήκους ταινία που θα προβάλλονταν στο Φεστιβάλ– είχε φτάσει η ώρα να το πραγματοποιήσω.
Ο κύριος με τις δύο εφημερίδες μπήκε στο κουπέ μου. Μου έγνεψε ένα χαιρετισμό και κάθισε απέναντι. Μεσαίο ανάστημα, μουστάκι, χαμογελαστός, με έξυπνα μάτια. Σε λίγο πιάσαμε την κουβέντα και όταν τον ρώτησα τ’ όνομά του, μου απάντησε μονολεκτικά: «Νεγρεπόντης». Κάτι μου θύμισε το όνομα. «Τα Νέγρικα;» ρώτησα. «Ναι, εντελώς. Και Νέγρος και Νεγρεπόντης» απάντησε γελώντας.
Μπήκαν και κάποιοι άλλοι μέσα στο κουπέ και το τρένο ξεκίνησε. «Να γιατί αποφεύγω το αυτοκίνητο και έρχομαι με το τρένο» μου είπε. «Μπορείς να δεις κόσμο, να μιλήσεις, να γνωρίσεις. Πάω τώρα στο Φεστιβάλ όπου μ’ έχουν κριτική επιτροπή και θα μπαφιάσω απ’ τις ταινίες μια βδομάδα. Ας πάρω προκαταβολικά μία τζούρα ζωή, ν’ αντέξω» είπε και μου ‘κλεισε το μάτι.
Απόρησα πώς γίνεται την ίδια μέρα να δημοσιεύουν κείμενα του Γιάννη Νεγρεπόντη δύο εφημερίδες που εκπροσωπούσαν δύο διαφορετικούς κόσμους. Όμως σε λίγες ώρες η απορία μου είχε λυθεί. Ο Γιάννης –έτσι ήθελε να τον φωνάζω, παρ’ όλη τη διαφορά ηλικίας– μπορούσε να συναιρεί μέσα του ετερότητες. Ήταν έτοιμος να μιλήσει με τον καθένα που έμπαινε μες στο κουπέ, ν’ αστειευτεί και να μοιραστεί ιστορίες απ’ τη ζωή του. Και τι ζωή, αλήθεια: παρανομία, εξορία, διάψευση, έρωτες, τέχνη, ποίηση, τραγούδι. Μια ζωή Φυλάττειν Θερμοπύλας*.
Από το Λιανοκλάδι και μετά, το βαγόνι μας είχε γίνει σαλόνι. Έρχονταν ταξιδιώτες από τα άλλα κουπέ, να μπουν και αυτοί στα κουπλέ των αφηγήσεων του Γιάννη Νεγρεπόντη, να μοιραστούν ιστορίες δικές τους, να γελάσουν και να γίνουν όλοι μια παρέα.