Oταν ήμουν μικρή και με ρωτούσαν τι δουλειά κάνει ο πατέρας μου πάντα έλεγα με σιγουριά πως είναι ζωγράφος, ψαράς και μηχανικός.
Ψαράς γιατί πάντα τον θυμάμαι στον ελεύθερο χρόνο του να πηγαίνει στη βάρκα του και να ψαρεύει. Και φυσικά να τρώμε συχνά ψάρια. Μηχανικός γιατί το άκουγα να το συζητάει με τη μητέρα μου το απόγευμα όταν γυρνούσε από το εργοστάσιο του Levi’s.
Ζωγράφος γιατί ζωγράφιζε κάθε απόγευμα με βράδυ στο τραπέζι που διάβαζα και μοιραζόμασταν. Τα μολύβια μου ήταν παρέα με τα πινέλα του.
Μια μέρα άκουσα τη μαμά μου να διαμαρτύρεται γιατί ο πατέρας μου παραιτήθηκε από το εργοστάσιο, για λόγους που τότε δεν καταλάβαινα. Θα ζωγράφιζε μόνο και θα πουλούσε τους πίνακές του. Και από αυτό θα ζούσαμε. Άκουσα τη μητέρα μου να εκφράζει ανασφάλεια από την επιλογή του. Εγώ όμως ένιωθα πως ο πατέρας μου αγαπούσε να ζωγραφίζει.
Βιώσαμε μια επανάσταση στην οικογένειά μας από τον πατέρα μας που είχε σαν σύνθημα ότι αυτό με το οποίο ασχολούμαστε για να ζήσουμε πρέπει να το αγαπάμε. Και ότι αξίζει τον κόπο να τολμάμε τις αλλαγές στη ζωή μας.
Έτσι άρχισαν οι εκθέσεις και τα ταξίδια του στον Πειραιά, στην Αθήνα, την Πάτρα, την Τρίπολη και σε άλλες πόλεις. Ζωγράφιζε κι έκανε εκθέσεις. Ερχόταν πίσω με εμπειρίες, δώρα, βιβλία και καινούργιες παραγγελίες.
Για τον πατέρα μου η ζωγραφική ήταν αγάπη. Ήταν έκφραση, τρόπος και μελέτη της ζωής. Γέμιζε το σπίτι μας με θαλασσογραφίες, ήρεμα πρωινά, ηλιοβασιλέματα με μανιάτικα και ακοβίτικα τοπία, μελέτες και στιγμιότυπα από τη ζωή των ανθρώπων στην ύπαιθρο, τη φύση, αλλά και από στιγμές της τοπικής ιστορίας.
Οι πίνακές του έχουν ομορφιά, ισορροπία, ποίηση. Τα χρώματά του ζωντανά, φωτεινά και πραγματικά. Έβλεπε τον κόσμο πιο όμορφο από ότι ήταν. Του άρεσε να διαβάζει Παπαδιαμάντη και να μελετάει βιβλία τέχνης.