Μέχρι το τέλος της ανασκαφικής περιόδου δεν υπήρχε τίποτε αδιάγνωστο. Θες τμήμα αυτιού ειδωλίου –ανθέλικα, κόγχη, τράγο ή αντίτραγο;–, θες κνήμη, απόληξη ανθεμωτού διαδήματος ή κεκρύφαλου, κανθό ματιού, πτύχωση αποπτύγματος, τμήμα ελάχιστο αγκώνα Ταναγραίας, βόστρυχο, τμήμα φιαλίσκης, ουράς περιστεριού ή ροδιού πήλινης γυναικείας προτομής, ενώτιο με λίγο λοβό, δυο χορδές λύρας, θραυσματούλι από το κέρατο περικεφαλαίας Αθηνάς, θραυσματάκι πτιλώματος –τις περισσότερες φορές σε αποτμήματα μητρών όλα αυτά–, θες ελάχιστα τμηματάκια λαβών, επιγραφές ενσφράγιστων αμφορέων, ανεστραμμένους εχίνους, σφραγίδες ή έκτυπά τους, επιγράμματα «ομηρικών» σκύφων… ελάχιστα ίχνη από ένα τόσο δα χείλος ή δισκοειδή βάση ατρακτόσχημου μυροδοχείου, τμηματάκι τροπίδωσης ή μυκτήρα, ωτίο λαβής, θραύσμα ανάγλυφου ποδίου πυξίδας… τι θες;
Όλα ήταν αναγνωρίσιμα, ερμηνεύσιμα, ταυτισμένα. Α! Κι εκείνη η οριζόντια –συνυπάρχουσα με την κάθετη– λαβή ανάρτησης του σκύφου.
Η διαδικασία ήταν αυτή: πρωί, στις σίτες της πλυμένης κεραμικής. Τα πανεπιστημιακά έδρανα! Όλες, όλοι όρθιοι, περιμετρικά. Εκείνος, με τα βρετανικού τύπου ανασκαφικά ρούχα και την πίπα του, το πλαστικό καφετί σέικερ με τις κάθετες γλυφές και το σκούρο, «σοκολατένιο» καπάκι –κάποτε θα καταγραφεί κι αυτό– δαγκώνοντας τα παγάκια του στο στόμα, αλιεύει με το βλέμμα μόνο το υποψήφιο εύρημα. Αιφνίδια το βουτάει από τη σίτα. Την ίδια στιγμή έχει αποφασίσει σε ποιον/ποια θα απευθύνει την ερώτηση και τσακ! μαζί με το όνομα «Δεσποινίς…, κύριε…» πετά το θραυσματάκι στον αέρα…
– Τι είναι αυτό;
Εδώ, ο αναπτήρας Bic του Καθηγητή έβγαινε από την τσέπη και ο μυρωδάτος καπνός μαζί με τα παγάκια-φύλλα της Πυθίας μας έβαζαν στο γεμάτο χρώματα εκράν, σαν άλλες και άλλους Τομ Μπάξτερ, στο Πορφυρό ρόδο του Καΐρου. Η φλόγα του Bic του Καθηγητή σαν την ελεύθερη φλόγα ενός αερόστατου που μας ανέβαζε και μας ανέβαζε ψηλά.