Οταν κάποιες φορές έχω την πολυτέλεια του χρόνου, του ποιοτικού χρόνου, του ρεαλιστικά ποιοτικού χρόνου, αυτού του χρόνου που έχεις στο μετρό σε μεγάλη διαδρομή, στην αίθουσα αναμονής στο γιατρό ή κολλημένος στην κίνηση, ανακαλώ μνήμες σε ανάσες. Αναρωτιέμαι ποια ήταν η τελευταία φορά που πήρα ανάσα. Πραγματική ανάσα. Περιπτώσεις που η εκπνοή λειτούργησε καθαρτικά. Και άλλες που μου κόπηκε η ανάσα.
Περνούν σαν jump cuts μες στο κεφάλι μου.
Εγώ ξαπλωμένη σε ξύλινο πάτωμα. Παρατηρώντας τις ατέλειες του κακώς σοβατισμένου ταβανιού, πατούσες γυμνές, ιδρώτας και ανάσα βαθιά. Είναι αρχή μαθήματος στο μεταπτυχιακό, τέλος μαθήματος χορού σε στούντιο στην Πειραιώς με θέα την Ακρόπολη. Είμαι 20 κάτι και δεν με πονάει τίποτε πέρα από την ταχύτητα της αδρεναλίνης μέσα μου. Ή είμαι 35 και με πονάει ο κόκκυγας από τη γέννα – ακόμη. Δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει η ανάσα.
Εγώ μπροστά από –και μετά μέσα– τον Ειρηνικό Ωκεανό. Προσπαθώντας να βρω ένα τέλος. Έστω μια παύση. Αλλά το μάτι μου δεν φτάνει, δεν βρίσκω όρια ούτε πλαίσιο. Κάνει φασαρία, το μέσα έξω των κυμάτων. Φασαρία και βαβούρα. Και η ανάσα είναι κομμένη. Και από το αχανές αλλά κυρίως από το κρύο, την παγωνιά, νομίζω ότι η καρδιά μου θα σταματήσει. Καμία ανάσα. Και ταυτόχρονα όλες οι ανάσες του κόσμου μαζί.
Εγώ καθισμένη σε ένα μπαρ. Απέναντι από έναν έρωτα, του παρόντος, παρελθοντικό ή και επικείμενο. Δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ο ρυθμός της αναπνοής μου. Και η αλαφράδα του. Μου ’ρχεται στο μυαλό συνειρμικά η λέξη πνοή. Ακούω μέσα μου την άνοιξη. Και είναι άρρυθμη εντελώς. Δεν κρατάει κανένα πλαίσιο. Άναρχη και άσχημα όμορφη.
Εγώ καθισμένη στο αεροπλάνο. Διαβάζω το Lemons Lemons Lemons Lemons Lemons, ένα έργο του Sam Steiner, με μια ανάσα.