Το 1979, όταν ήμουν φαντάρος, με έστειλαν στο 218 Τάγμα Πεζικού, στην Καλαμωτή της Χίου. Αυτό ήταν «τάγμα ανεπιθυμήτων» – εγώ ήμουν ήδη οργανωμένος στην Αριστερά, όπως και οι γονείς μου που ήταν πρόσφυγες από τη Ρουμανία. Εκεί ήταν και ο Βίτσας, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Πήγαμε εκεί και ύστερα από έξι εφτά μήνες, όταν είχαμε παλιώσει πια, μας στέλνουν με απόσπαση, τέσσερα άτομα από την ίδια σειρά, σε ένα απομακρυσμένο φυλάκιο που έβλεπε τη θάλασσα ανάμεσα σε Χίο και Τουρκία. Θα μέναμε εκεί για έναν μήνα.
Στους τέσσερις συνολικά ήμασταν τρεις φαντάροι κι ένας λοχίας. Ο ένας από τους φαντάρους ήταν ο Γιώργος Αντωνόπουλος από το Άργος, που είχαμε γίνει φιλαράκια από την Καλαμάτα.
Περνάνε πέντε έξι μέρες και κάποια στιγμή –πρωί, κοιμόμαστε ακόμη– φτιάχνει ένας φαντάρος γάλα ή τσάι –δεν θυμάμαι– και λέει: «Σήκω, μαύρε. Έφτιαξα πρωινό».
«Σηκώνομαι» λέω. Σηκώνεται αγριεμένος ο Γιώργος, που ήταν κι αυτός μελαχρινός. «Τι λες, ρε γύφτο» λέει, «για μένα το είπε». Πήρα ανάποδες επιτόπου.
Σηκώθηκε και ήρθε επιθετικά καταπάνω μου. Του έριξα ένα χαστούκι. Δεν τον χτύπησα παραπάνω. Έκανε δύο βήματα πίσω, παραπάτησε και έπεσε κάτω. Σηκώθηκε και πήγε να έρθει πάλι εναντίον μου.
Εμένα μου είχε φύγει πια ο εκνευρισμός. Δεν συνεχίστηκε το επεισόδιο. Μπήκαν και οι άλλοι στη μέση. Του ζήτησα συγγνώμη· ήταν κι αυτός με σκυμμένο το κεφάλι, μετανοημένος. Μετά παραμείναμε φίλοι.
Ξέρεις τι με νευριάζει; Όταν βλέπω τον άλλον να είναι άδικος, να κάνει κάτι που δεν είναι σωστό. Δεν μπορώ να κάθομαι έτσι χωρίς να κάνω κάτι και να με αποκαλεί ο άλλος με ευκολία, εμένα ή τον οποιονδήποτε, «γύφτο».
Για εμένα «γύφτος» είναι ο βρόμικος. Όχι μόνο ο ατημέλητος, ο βρόμικος. Αυτός που δεν έχει τρόπος, που δεν τον νοιάζει τι γίνεται δίπλα του. Αυτός που έχει ανάρμοστη συμπεριφορά τέλος πάντων. Έτσι τον έχω εγώ τον γύφτο.