Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…». Έκλεισα το βιβλίο και το άφησα στο γραφείο μου. Μόλις είχα διαβάσει για πολλοστή φορά το αγαπημένο μου παραμύθι: Ρουμπελστίλτσκιν.
Πάντα μου προκαλούσε εντύπωση το θράσος και η δίχως φραγμούς υπερηφάνεια του μικρού αυτού δαίμονα. Όμως πάντα ένιωθα πως το τέλος της ιστορίας δεν άρμοζε σε έναν τέτοιο χαρακτήρα. Νευριάζει και εξαφανίζεται.
Όχι, του άξιζε κάτι καλύτερο ή τουλάχιστον κάτι πιο εντυπωσιακό. Και κάπως έτσι ξεκίνησα την έρευνα. Ανακάλυψα πως αυτή η εκδοχή του τέλους της ιστορίας περιλαμβάνεται στην έκδοση του 1812 της συλλογής με παραμύθια Kinder- und Hausmärchen των αδελφών Γκριμ.
Αυτό όμως που μου προκάλεσε μεγαλύτερη έκπληξη όσο σκάλιζα με ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον τις ρίζες των παραμυθιών ήταν πως υπάρχουν ακόμη τρεις εκδοχές για το τέλος της ιστορίας.
Στην πρώτη ο δαίμονας δραπετεύει πετώντας πάνω σε μια κουτάλα από ένα παράθυρο. Αυτό μάλιστα σκέφτηκα. Αλλά οι άλλες δύο εκδοχές ήταν ακόμη πιο ταιριαστές στον δαίμονα.
Στην πρώτη εξ αυτών από τα νεύρα του καρφώνει το δεξί του πόδι με τόση δύναμη στη γη με συνέπεια να δημιουργήσει ένα ρήγμα και να καταλήξει στο κενό.
Στη δεύτερη (περιλαμβάνεται στην επανέκδοση του 1857 της συλλογής των Γκριμ) καρφώνει πάλι το δεξί του πόδι στη γη και τραβώντας με τα χέρια του το αριστερό σκίζεται στα δύο. Το συγκεκριμένο τέλος ήταν μια αποκάλυψη για εμένα.
Δεν είχα διαβάσει απλώς ένα παραμύθι αλλά και μια ιστορία τρόμου. Αγαπούσα τη λογοτεχνία του φανταστικού και του τρόμου. Εξίσου όμως αγαπούσα τα παραμύθια. Και τα δύο είδη έχουν ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό. Δεν διέπονται από κανόνες και περιορισμούς ως προς το περιεχόμενο.