Στη ζωή μου έχουν υπάρξει αρκετές μοιραίες γυναίκες αλλά και ένας μοιραίος άντρας, ο Δημήτρης Πιατάς. Εν κατακλείδι αυτός «φταίει» για όλα.
Ήταν αυτός που σε μια εκδρομή στο Πήλιο ανακάλυψε τον Λαύκο. Ένα χωριό που καλά καλά δεν αναφερόταν ούτε στους χάρτες. Ήταν αυτός που αγόρασε ένα πέτρινο ερείπιο 100 χρόνων και το έκανε ξανά σπίτι.
Ήταν αυτό το σπίτι και αυτό το χωριό που έγινε σημείο αναφοράς μιας παρέας που με τον χρόνο επισκεύασε άλλα ερείπια και τα κατοίκησε.
Ο Λαύκος είναι ένα κεφαλοχώρι, στα 330 μέτρα, του Δήμου Νοτίου Πηλίου. Ως δήμος ξεκινά από τους Αφέτες για να καταλήξει στο Τρίκερι. Είναι ένας απέραντος ελαιώνας. Ένα είδος «νησιού» που βρέχεται από το Αιγαίο και τον Παγασητικό. Ένα «νησί» που έχει όλα τα καλά αρκεί να ψάξεις να τα βρεις. Διότι δεν θα σου τα φέρουν στα χέρια. Οι ντόπιοι φυλάνε τον τόπο τους και πολύ καλά κάνουν.
Τα παραπάνω ως περίγραμμα ενός τόπου που ένας αρχικά δημοσιογράφος και στη συνέχεια συγγραφέας κατοικεί πια σχεδόν μόνιμα, λοξοκοιτάζοντας όμως πάντα προς την Αθήνα.
Στην αρχή για μένα ο τόπος ήταν μια τεράστια παιδική χαρά. Οι παρέες, το κρασί και το τσίπουρο, τα μαγειρέματα, η θάλασσα, το ψαροντούφεκο, το ψάρεμα από τη βάρκα. Και φυσικά οι έρωτες.
Τα χρόνια περνούσαν ανέμελα κι ευτυχισμένα ή και λιγότερο ευτυχισμένα. Μέχρι που η χώρα και οι κάτοικοί της άρχισαν να τρώνε κάτι οικονομικές σφαλιάρες που άλλαξαν τον αδόξαστο και στη μεν και στους δε. Τα πράγματα στένεψαν πολύ τότε και για τον καλομαθημένο δημοσιογράφο – συγγραφέα. Που κάποτε έφευγε από τη μια δουλειά και την επομένη τον καλούσαν σε μια άλλη. Το τελικό χτύπημα και η ερώτηση «τώρα τι κάνουμε;» ήρθαν ωστόσο με το κλείσιμο της Ελευθεροτυπίας, μιας εφημερίδας στην οποία κάναμε το κέφι μας δουλεύοντας και δουλεύαμε για να κάνουμε το κέφι μας.