Τον Φεβρουάριο 1980 η Μάρω Λάγια, της θρυλικής πια γκαλερί της Θεσσαλονίκης ΖΗΤΑ-ΜΙ, έγραφε στον Αλέξανδρο Ιόλα:
«Αγαπητέ μου Ιόλα,
Ευχαριστώ και πάλι εκ μέρους όλων μας για τη θερμή συμπαράστασή σου στο δύσκολο έργο που αναλάβαμε. Πιστεύουμε όλοι στη βοήθειά σου, γνωρίζοντας καλά ότι η δική σου συμμετοχή μπορεί να είναι αποφασιστικής σημασίας για την ίδρυση του Μουσείου. Όπως και προφορικά σου έχω πει, στόχος μας είναι η δημιουργία μιας συλλογής ενός μουσείου με πολύ καλά έργα και μακάρι με διεθνή ακτινοβολία. Στόχος μας είναι να δώσουμε σ’ αυτό τον τόπο δείγματα της ποιότητας εκείνης που με τα σημερινά δεδομένα του είναι εντελώς απρόσιτη. Αν κατορθώσουμε να συγκεντρώσουμε είκοσι έργα μεγάλων καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο, όχι είκοσι υπογραφές μόνο, αλλά είκοσι έργα αντιπροσωπευτικά της τέχνης του αιώνα μας, το Μουσείο δεν χρειάζεται άλλο τίποτα για να υπάρξει…».
Το γράμμα στέλνεται σχεδόν δύο χρόνια μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1978 στη Θεσσαλονίκη. Τότε που ο Αλέξανδρος Ιόλας με ένα τηλεφώνημα είχε ενδιαφερθεί για την τύχη της φίλης του Μάρως. Και εκείνη του είχε προτείνει την ίδρυση ενός μουσείου σύγχρονης τέχνης στη Θεσσαλονίκη.
Την ίδια στιγμή που –αμέσως μετά τον σεισμό– στο κτήμα της οικογένειας Δαμπασίνα (οικογένεια της Μάρως Λάγια και της Κατερίνας Καμάρα), μια παρέα φιλότεχνων πολιτών, οι οποίοι είχαν βρει καταφύγιο εκεί, συζητούσε ανάλογα θέματα. Ανάμεσά τους ο Αργύρης Μαλτσίδης ο οποίος είχε επισκεφτεί το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στα Σκόπια, που επίσης είχε ιδρυθεί ύστερα από σεισμό. Αυτή η επίσκεψη, σύμφωνα με τον Μαλτσίδη, ήταν από τους παράγοντες που είχε πυροδοτήσει ανάλογη συζήτηση στη Θεσσαλονίκη.