Πριν από λίγα χρόνια αυτή η αγκαλιά έστειλε ένα μεγάλο αντιρατσιστικό μήνυμα. Θυμάσαι Μουαγιάτ; Εγώ θυμάμαι ένα μικρό αγόρι να κάθεται με το κεφάλι σκυμμένο έξω από το γραφείο του διευθυντή μια μέρα του Σεπτέμβρη.
«Είναι το μικρό προσφυγόπουλο που ήρθε σ’ εμάς. Να κάνουμε μια επιτροπή να δούμε σε ποιο τμήμα θα ενταχθεί» μας είπε ο διευθυντής μας. «Δεν χρειάζεται, κύριε Θανάση. Στο δικό μου τμήμα θα έρθει» είπα και σε πήρα από το χέρι για να σου γνωρίσω τους συμμαθητές σου.
Τους είχα προετοιμάσει και σε δέχτηκαν με χαρά. Πρόθυμοι όλοι να σε στηρίξουν και να σε βοηθήσουν. Άλλωστε η καρδιά των παιδιών είναι ολοκάθαρη. Δεν γνωρίζει διαχωρισμούς. Για αρκετό καιρό μετά μιλούσαμε μόνο με τα βλέμματα. Δεν μιλούσες ούτε αγγλικά ούτε καν αραβικά, ώστε να μας βοηθήσει κάποιος φίλος για να πούμε έστω τα βασικά.
Βλέμματα και νοήματα, χαμόγελα και ενθάρρυνση, αποδοχή και αγάπη. Αυτά είχες ανάγκη για να νιώσεις ένας από εμάς. Και τα πήρες. Όση αγάπη σου έδωσα, μου την επέστρεψες τριπλάσια. Το ίδιο και στους συμμαθητές σου.
Ώσπου μια μέρα κάλεσα στην τάξη τους γονείς σου και καταφέραμε να έρθει και μια μεταφράστρια της κουρδικής γλώσσας. Οι γονείς σου μίλησαν σε όλη την τάξη για την πολύπαθη πατρίδα σου, το Κουρδιστάν, και περιέγραψαν τις ομορφιές του.
Έτσι ήθελα να δείξω στα άλλα παιδιά πως είχες πατρίδα, σπίτι, φίλους, αλλά ότι εκεί πια κινδυνεύατε όλοι. Γι’ αυτό φτάσατε ως την Τουρκία και μια νύχτα περάσατε με βάρκα στην Ελλάδα. Η πιο όμορφη στιγμή όμως ήταν όταν ακούσαμε από τη μεταφράστρια τι μας είπες εσύ, αυτήν τη φορά με λέξεις και όχι με νοήματα.
«Σας αγαπώ όλους». Αυτό είπες, Μουαγιάτ. Μόνο. Αλλά ήταν τόσο, μα τόσο αρκετό! Μέσα σε λίγες εβδομάδες ήσουν ένα πλήρως ενταγμένο και ισότιμο μέλος της τάξης μας. Απλά, φυσικά και αβίαστα.