Συνάντησα πρώτη φορά τον Μοχαμάντ τον Νοέμβρη του 2021, στις φυλακές της Χίου· ένα γκρίζο συγκρότημα, όπως όλες οι φυλακές. Είχα διαβάσει σε ρεπορτάζ των «Νew York Times» ότι είχε φάει 142 χρόνια φυλακή, παρότι είχε σώσει 31 πρόσφυγες και μετανάστες, και πως υπήρχαν εκατοντάδες σαν κι αυτόν στις ελληνικές φυλακές.
Αποφάσισα να ξεκινήσω μια διεθνή εκστρατεία, ζητώντας δίκαιες δίκες (σε δεύτερο βαθμό) για τους καταδικασμένους. Από την πρώτη συνάντηση μαζί του μου έκανε εντύπωση η αξιοπρέπειά του· ήταν τότε 28 χρόνων. Ακόμη και όταν έλεγε ότι ήταν περιτριγυρισμένος από ποινικούς με τους οποίους δεν είχε καμία σχέση ή εξομολογούνταν ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ από την αγωνία, ήταν απόλυτα ήρεμος και σοβαρός.
Ποτέ δεν λύγισε, ποτέ δεν ζήτησε απεγνωσμένα βοήθεια.
Κάποια στιγμή μας έδειξε το πόδι του. Ήταν χτυπημένο από σφαίρα. Μια μαφιοζο-τρομοκρατική οργάνωση τον είχε αναγκάσει να φύγει από τη Σομαλία για την Τουρκία, με τελικό προορισμό την Ευρώπη.
Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που είδε θάλασσα. «Φυσούσε λίγο, ήταν απόλυτο σκοτάδι. Ήταν πολύ τρομακτικό και η βάρκα ήταν γεμάτη παιδιά και γυναίκες».
Τη βάρκα τους συνόδευε μια δεύτερη με την οποία ο διακινητής επικοινωνούσε με το τηλέφωνό του. Αυτός κάποια στιγμή πήδηξε στη θάλασσα και κολύμπησε στη βάρκα που τους συνόδευε, αφού προηγουμένως είχε υποχρεώσει τον Μοχαμάντ, που ήταν δίπλα του, να πιάσει το πηδάλιο απειλώντας τον με πιστόλι.
«Για να σωθούμε και να σώσω όλα αυτά τα παιδιά και τις γυναίκες που έκλαιγαν, οδήγησα τη βάρκα. Αλλά ύστερα από είκοσι λεπτά η μηχανή έσβησε. Ούτε εγώ ούτε ένας που προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει δεν είχαμε ιδέα πώς να την ξαναβάλουμε μπροστά. Κάποιοι είχαν τον αριθμό τηλεφώνου της τουρκικής ακτοφυλακής, αλλά πέρασε πολλή ώρα χωρίς να κάνουν τίποτε απολύτως.