Ο Δεκέμβριος του 1993 με βρήκε να υπηρετώ τη θητεία μου ως δόκιμος αξιωματικός τεθωρακισμένων στη Χίο. Ήμουν ήδη σχεδόν τέσσερις μήνες στην επιλαρχία και ένιωθα πλέον οικειότητα με τη μονάδα και αυτή μ’ εμένα.
Ετοιμαζόμουν για τις πρώτες μου γιορτές στη Χίο, η οποία είχε φορέσει τα γιορτινά της, με κέντρο τον πεζόδρομο της Απλωταριάς. Και ενώ όλα κυλούσαν φυσιολογικά, έρχεται η διαταγή της απόσπασής μου, για έναν μήνα, στο τάγμα πεζικού της Καλαμωτής, στο οποίο είχαμε υπό τη διοίκησή μας έναν ουλαμό αρμάτων.
Όλες τις γιορτές στην Καλαμωτή, σε ένα χωριό χωρίς τίποτε, μακριά από την κίνηση και τη γιορτινή ατμόσφαιρα της πόλης και κυρίως με την υποχρέωση να μένω μόνιμα εκεί για το διάστημα της απόσπασής μου. Δυο ημέρες μετά παρουσιάζομαι στο τάγμα πεζικού και είμαι σαν χριστουγεννιάτικη Μεγάλη Παρασκευή.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς φυσικά υπηρεσία θα είχε ο «ξένος» δόκιμος. Λίγο πριν από την αλλαγή του χρόνου πήρα ένα μπουκάλι κονιάκ και μερικά ποτηράκια για να επισκεφτώ τους σκοπούς και να ευχηθώ για τον νέο χρόνο. Στη μέση αυτής της βόλτας άκουσα μια ριπή από την πύλη, με τους τροχιοδείκτες –βλήματα με κόκκινο φωτεινό τμήμα για να φαίνονται στο σκοτάδι– να ανεβαίνουν κάθετα στον ουρανό σαν βιαστικές κόκκινες πυγολαμπίδες.
Έχοντας βεβαιότητα για το τι είχε συμβεί, πλησίασα τον σκοπό της πύλης, ο οποίος με ένα τεράστιο χαμόγελο μου ευχήθηκε «καλή χρονιά». Είχε υποδεχτεί τον νέο χρόνο με μια ριπή στον αέρα. Του πήρα το όπλο, έκανα τις προβλεπόμενες ενέργειες ασφάλειας και τον ρώτησα αν καταλάβαινε τι είχε κάνει. Με το ίδιο τεράστιο χαμόγελο μου απάντησε «δεν πειράζει, δόκιμε, καλή χρονιά».