Μάρτιος. Στο υπόγειο της Πολιτείας έχει κολλήσει στο χέρι μου ένα σμαραγδί βιβλίο, στο εξώφυλλο ξαπλώνει μια γυναικεία φιγούρα ντυμένη λεοπάρδαλη, δίπλα της ο τίτλος-αίνιγμα Εσύ, η ζωώδης μηχανή. Από κάτω το όνομα της συγγραφέως: Ελένη Σικελιανός. Δεκαπέντε τυπωμένοι χαρακτήρες. Ανοίγω το βιβλίο σε τυχαίες σελίδες. Μου φαίνεται μουρλό με έναν ξεσηκωτικό, ειλικρινή τρόπο. Πέφτω πάνω στη φράση: «Είναι η ιστορία του τρόπου με τον οποίο οι άντρες κοιτάζουν τις γυναίκες». Το αγοράζω.
Αύγουστος. Στο στενό της Χώρας στην Αμοργό πίνω ρακές και τρώω σαρδελίτσες με ό,τι πέντε μήνες πριν ήταν ένα όνομα σε ένα εξώφυλλο, μια φωτογραφία και πεντέξι βιογραφικές πληροφορίες. Η Ελένη Σικελιανός ξεδιπλώθηκε –ψηλή όπως είναι–, έγινε τρισδιάστατη. Ταξίδεψε μέχρι την Ελλάδα –ζει στις ΗΠΑ– και βγήκε από την κοιλιά του Blue Star Naxos με το ψάθινο καπέλο της, το φαντεζί φόρεμά της και τα κρεμαστά σκουλαρίκια της, δίπλα στον αγαπημένο της Laird, επίσης συγγραφέα.
Ναι, είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεται την Αμοργό. Ναι, νιώθει την ιδιαίτερη ενέργεια. Όχι, όχι, δεν υπερβάλλω. Αλήθεια τη νιώθει. Της δίνω πεντέξι πληροφορίες για το νησί και κανονίζουμε σε λίγες μέρες ξενάγηση στη Χώρα, να δουν τους μύλους και να have lunch.
Στο lunch μιλάμε αγγλικά, ο Laird δεν ξέρει ελληνικά. Εκείνη όμως συχνά το γυρίζει για λίγο στα ελληνικά, τα δοκιμάζει μες στο στόμα της, τα γυμνάζει. Ρωτάει να μάθει προφορές λέξεων. Κυρίως για το πώς εκφέρεται εκείνο ή το άλλο σύμφωνο· να τα λέει σωστά. Μου μιλάει για την ιστορία του βιβλίου, την ιστορία της γιαγιάς της, Ελένη και εκείνη. Της γυναίκας που χόρευε μπουρλέσκ στις ΗΠΑ το ’50. Που διέσχιζε τις πολιτείες για να ερεθίσει το κοινό με το κοστούμι της λεοπάρδαλης. Που παντρεύτηκε πέντε φορές και κατέληξε μόνη της στην έρημο να ζει σε ένα τροχόσπιτο και να ταριχεύει ασπόνδυλα. Της γυναίκας στο εξώφυλλο του βιβλίου.