Κάθε πρωί που πήγαινα στην ανασκαφή έβρισκα τον Χρήστο στηριγμένο στο φτυάρι του να χαζεύει τους περαστικούς. Ψηλός, με φαλάκρα στη μέση του κρανίου, φοβισμένος –έντρομος είναι η σωστή λέξη–, μασούσε τις λέξεις. Ρωτούσε συνεχώς να του πούμε γιατί δεν χορταίνει ποτέ –«λες να έχω ταινία» μου είπε μια φορά–, δεν έδινε ποτέ σταθερές απαντήσεις, όλα τα άφηνε αόριστα.
Ξέραμε ότι ο Χρήστος ήταν παντρεμένος, πως είχε δυο παιδιά και ότι έμενε κάπου δυτικά· τίποτε συγκεκριμένο. Στο διάλειμμα, όταν είχε χρήματα, έτρωγε τρεις τυρόπιτες, τρία γιαούρτια και μισό ψωμί. Δεν ήταν χοντρός, όμως όλη την ώρα πεινούσε. Οι άλλοι του συνεργείου αποδέχονταν την ιδιαιτερότητά του. Μόνο ο Αχιλλέας τον κορόιδευε.
Αλλά και οι άλλοι την είχαν τη «βίδα» τους. Ο Στέλιος, που ήρθε να δουλέψει από κάποιο χωριό των Σερρών, ήταν λυσσασμένος για γυναίκες – στον δρόμο έπεφτε πάνω τους. Μια φορά του ζητήθηκε να απαντήσει εγγράφως γιατί δεν βρισκόταν στη θέση του σε ώρα εργασίας. Απάντησε «απουσίαζα διά λόγους…». Κι όταν του είπαν ότι πρέπει να διευκρινίσει τους λόγους, αρνήθηκε και ισχυρίστηκε πως δεν χρειάζεται.
Ο τρίτος ήταν ένας ηλικιωμένος μπαγιάτης, παλιός Θεσσαλονικιός, χωρίς οικογένεια, που είχε δικό του διαμέρισμα σε μια παλιά πολυκατοικία της Αρχαίας Αγοράς. Ευγενής και σιωπηλός, δεν άκουσα ποτέ τη φωνή του, μόνο έναν ψίθυρο. Το υπόλοιπο συνεργείο αποτελούσαν ένας πρώην κουρέας, κουτσομπόλης και διεφθαρμένος, και δυο ικανοί και τίμιοι άνθρωποι που έκαναν όλη τη δουλειά.
Το 1981 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου αποφάσισε να μονιμοποιήσει και το εργατικό προσωπικό του Υπουργείου Πολιτισμού. Όλοι έκαναν τα χαρτιά τους. Ο Χρήστος όχι. Σε σχετική ερώτησή μου απάντησε: «Δεν θέλω να γίνω δημόσιος υπάλληλος».
Εξακολουθούσε να δουλεύει χωρίς να πληρώνεται, δεν έτρωγε, είχε ρέψει. Τον ξεμοναχιάσαμε με τον Θανάση Παπαζώτο και μας ομολόγησε πως στο απολυτήριο στρατού του γράφει ότι απολύθηκε λόγω υστερίας. Έτσι δεν μπορεί να διοριστεί.