Μετά το πτυχίο πέρασα μια πεντάμηνη περίοδο αμηχανίας και αναζήτησης. Βρισκόμασταν στα σκοτεινά χρόνια της χούντας και δεν ήθελα να εργαστώ στην εκπαίδευση. Δούλεψα για λίγο στην ανασκαφή της Αμφίπολης με τον Δημήτρη Λαζαρίδη. Με προτροπή του, το 1972 βρήκα δουλειά σε σωστική ανασκαφή, στο οικόπεδο της Δημοτικής Αγοράς, στην πλατεία Βαρδαρίου της Θεσσαλονίκης.
Σκάβαμε το δυτικό παλαιοχριστιανικό τείχος και το προσκολλημένο πίσω του ρωμαϊκό του 3ου αι. Παρά την ανασφάλεια για τις ελλείψεις μου –αγνοούσα τη μέθοδο ανασκαφής που έπρεπε να ακολουθήσω, αλλά και την παλαιοχριστιανική κεραμική, που την έπιανα στα χέρια μου για πρώτη φορά– χάρηκα πολύ αυτή την ανασκαφή.
Η περιοχή του Βαρδαρίου, μια από τις πιο ζωντανές λαϊκές περιοχές της Θεσσαλονίκης, ήταν για μένα αποκάλυψη. Λαϊκά μαγαζιά, καφενεία όπου μαζί με τους θαμώνες κάπνιζαν κι έπιναν τον καφέ τους οι πόρνες. Μπακάλικα με τίτλο εδώδιμα – αποικιακά, μανάβικα, μαγειρεία, πατσατζίδικα, καφεκοπτεία, σιδεράδικα, το σινεμά Πάνθεον στην απέναντι γωνία. Ένας κόσμος καινούργιος ανοιγόταν για μένα στο Βαρδάρι.
Το οικόπεδο ήταν περιφραγμένο κι επειδή ήταν χειμώνας κι έκανε κρύο, οι εργάτες, όλοι τους λούμπεν προλετάριοι, μου έφτιαξαν ένα καταφύγιο σε έναν τριγωνικό πρόβολο του τείχους και φρόντιζαν να με ζεσταίνουν με έναν τενεκέ που περιμάζεψαν και τροφοδοτούσαν κάθε μέρα με ξύλα από γύρω.
Ήμουν μάλλον η πρώτη αρχαιολόγος που δούλευε στο Βαρδάρι και όλοι οι μαγαζάτορες μου έδειχναν το ενδιαφέρον τους. Προσφέρονταν να με κεράσουν· ένας που είχε καφεκοπτείο μου έφερε φρεσκοαλεσμένο καφέ. Κάποιος μεγαλοδικηγόρος φαιδρός, που είχε το γραφείο του στη διπλανή πολυκατοικία, ερχόταν να συζητήσουμε για τα αρχαία, τον Μεγαλέξαντρο και την ιστορία.
Προσπαθούσα να είμαι ευγενής με όλους. Έκανα σκίτσα των εντοιχισμένων στο ρωμαϊκό τείχος αρχιτεκτονικών μελών και διάβαζα το Αλεξανδρινό κουαρτέτο, ελεύθερη κι ευτυχισμένη, μες στον γεμάτο από τις φωνές και τη ζωντάνια της πόλης κόσμο του Βαρδαρίου, τόσο απόμακρο από τον μικροαστικό μου περίγυρο.