Πρώτη χρονιά στη σχολή, σε εργαστήριο θυμάμαι, έκανα το λάθος να πω την πολύ συνηθισμένη στην Ήπειρο λέξη «αυτού». Τι κάνεις «αυτού»; Άλλη λέξη για το εκεί που έμαθα ότι δεν το χρησιμοποιούν στην πρωτεύουσα.
Το έμαθα άβολα γιατί με ψιλοκορόιδεψαν, όχι άσχημα, δεν είχαμε μπούλινγκ τότε. Αλλά ήταν η πρώτη φορά που πέρασε από το μυαλό μου ότι ίσως εγώ είμαι αυτή που έχει την προφορά και όχι οι Αθηναίοι. Ή τέλος πάντων ότι τώρα που είμαι στα μέρη αυτά θα πρέπει να σεβαστώ τα ήθη, τις παραδόσεις και την προφορά τους.
Σταδιακά έφυγε η προφορά, έφυγε και το «αυτού». Ούτε όταν επιστρέφω σπίτι δεν το χρησιμοποιώ πια· συγχαρητήρια, με αλλοιώσατε για πάντα.
Κάποια απογεύματα η μάνα της Τασούλας έφευγε για δουλειές και εκείνη έμενε μόνη. Από την κατηφορίτσα τότε ερχόταν ο Φάνης, γρήγορα κατέβαινε, να τον δουν όσο το δυνατόν πιο λίγοι. Μάταιο. Το ραντάρ της κυρα-Ρίτας τον είχε ήδη πιάσει.
Ακολουθούσαμε τσούρμο εμείς, φασαριόζικη κουστωδία, κι όταν γυρνούσε το κεφάλι του να μας δει κρυβόμασταν πίσω από τα αυτοκίνητα. Τον συνοδεύαμε καθώς πήγαινε να γαμήσει και το νιώθαμε μεγάλο θέμα ότι η Τασούλα πηδιόταν με τον Φάνη. Τη λέγαμε «τσουλί» και «σαν δεν ντρέπεται που με το που φεύγει η μάνα της μπάζει τον γκόμενο στο σπίτι».
Έμπαινε ο Φάνης βιαστικά, έκλεινε η πόρτα, περιμέναμε εμείς στην αυλή με τα πόδια να τραμπαλίζουν στο πεζούλι, γρήγορος σχετικά ο Φάνης – εύχομαι να άλλαξε αυτό μεγαλώνοντας. Τον ξεπροβοδίζαμε καθώς επέστρεφε νικητής τροπαιοφόρος. Μια φορά είχαμε βρει ένα προφυλακτικό στον δρόμο και σκεφτήκαμε: «της Τασούλας θα είναι, τι τσουλί, Παναγία μου».