Ο δικός μου Οδυσσέας δεν λέει «μα», λέει «πάλι». Και περιμένει να ακούσει μια μελωδία 100 φορές. Τη μελωδία μας. Εκείνη τη μελωδία που μας συνδέει από τότε που ήταν παιδάκι. Η μαμά του τον μαλώνει: «Έλα, Οδυσσέα μου, άσε τη Ρενούλα, δεν μπορεί τώρα, είναι κουρασμένη».
Ναι, είμαι κουρασμένη αλλά γι’ αυτό ακριβώς θέλω να πω τη μελωδία 100 φορές, για να ξεκουραστώ. Άραγε από τι είμαι τόσο κουρασμένη; Κοιτάζω τη φίλη μου που παλεύει.
Είμαι κουρασμένη από τις εντάσεις της δουλειάς, τις απογοητεύσεις, κάτι ματαιωμένες σχέσεις, κάτι ανθρώπους που ανοίγουν πληγές, κάτι αδικίες, κάτι λεπτομέρειες. Μοιάζουν βάρη ασήκωτα. Κοιτάζω τη Μαρία και χαμογελάω. Δεν κοιμάται τα βράδια, δεν μπορεί να πάει σινεμά, για καφέ, ένα ταξίδι, δεν θέλει, τρέχει σε θεραπείες, εργοθεραπείες, λογοθεραπείες, ειδικά σχολεία, γιατρούς, φάρμακα.
Τρέχει για τον Οδυσσέα, με τον Οδυσσέα, φροντίζει το σπίτι, φροντίζει τους άλλους, φροντίζει και μένα. Με παίρνει τηλέφωνα και ρωτάει: «Δεν πιστεύω εκεί στην Αθήνα να σε στεναχώρησε κανείς;». Κι αν πω πως με στεναχώρησε, θα ’ρθει να καθαρίσει. Είναι η αδελφή μου, ο μεγάλος μου αδελφός, μια δεύτερη μάνα, η φίλη μου. Είναι αυτή που θαυμάζω γιατί πηγαίνω σπίτι της και ξεκουράζομαι. Από την ουσία των πραγμάτων.
«Να σου πω, Ρενούλα μου, μια ζωή είναι να ζήσουμε. Δεν έχουμε άλλη, αυτή είναι. Να τη ζήσουμε όμως, όχι μαλακίες». Σκέφτομαι πόσες φορές την πρόσβαλαν στον δρόμο, πόσες φορές τη λυπήθηκαν: «Η καημένη έχει ένα παιδί με πρόβλημα. Δεν έκαναν κι αυτοί οι άνθρωποι προγεννητικό έλεγχο;».
Θέλω να ουρλιάξω: «Είστε άσχετοι, βλάκες και κακοί! Δεν ξέρετε τι σας γίνεται!». Θα ήθελα να βγω στον δρόμο και να τα σπάσω όλα. Δεν μπορώ. Ποιος αποφασίζει σε ποιον ανήκει αυτός ο κόσμος; Ποιος αποφασίζει ποιος δικαιούται την κούνια στην παιδική χαρά; Δεν κάνω τίποτε.