Τέλη Μαρτίου, αρχές Απριλίου του ’73, σε ένα κύμα συλλήψεων, βρέθηκα κι εγώ κρατούμενος από την Ασφάλεια Πειραιώς. Και στη συνέχεια με παραπομπή στο στρατοδικείο, όπως και άλλοι συναγωνιστές και σύντροφοι.
Τον Απρίλιο και τον Μάιο περνάμε και αντιστεκόμαστε στη δοκιμασία της φάλαγγας, των ψυχολογικών και σωματικών βασανιστηρίων, σε κελιά απομόνωσης στην ασφάλεια.
Ξαφνικά, περί τα τέλη του Μαΐου, με το Κίνημα του Ναυτικού περνάμε σε δεύτερη μοίρα. Όπως λέγαμε με αυτοσαρκασμό αργότερα, ως αποτυχημένοι πολιτικοί κρατούμενοι. Διότι τρέχουν να συλλάβουν στελέχη του ναυτικού και γενικά υπήρχε μεγάλη ανησυχία.
Εμείς, όταν μάθαμε τι έγινε, σκεφτήκαμε με χαρά πως, αν και μες στον στρατό υπάρχουν αντιδράσεις, κάτι καλό μπορεί να προκύψει.
Σε εκείνη τη φάση, ύστερα από αυτή την ταλαιπωρία, βρίσκομαι σε ένα κελί στα κρατητήρια της Καστέλλας, ημιυπόγειο, με υγρασία κάτω, με μια βρόμικη κουβέρτα κι ένα ξύλινο δάπεδο αντί για κρεβάτι. Κι όμως! Από τη στιγμή που ξεπέρασα την προηγούμενη δοκιμασία, η μεταφορά μου σε αυτό το κελί ήταν μια καλή εξέλιξη.
Κάνα δύο μέρες μετά τη μεταγωγή μου εκεί ανοίγει το παραθυράκι και προς μεγάλη μου έκπληξη βλέπω τη σύντροφό μου, μια νεότερη από μένα συναγωνίστρια και συναδέλφισσα στη σχολή. Όπως έμαθα μετά, είχε καταφέρει, μαζί με έναν συνάδελφο, Κύπριο φοιτητή και συναγωνιστή, να βρει πού με κρατάνε.
Εμφανίστηκε ξαφνικά, σε μια στιγμή που δεν ήταν ο φρουρός απέξω. Μένω έκπληκτος. Είχαμε στη διάθεσή μας πολύ λίγο χρόνο, γιατί σε λίγο θα ερχόταν ο φρουρός. Λιγοστές μόνο κουβέντες ανταλλάξαμε, αλλά μπορώ να πω ότι ανέβηκα στα ουράνια εκείνη τη στιγμή. Είναι μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις, τις μεγαλύτερες χαρές που έζησα μέσα σε αυτές τις συνθήκες.
Στη σύντομη αυτή συνάντηση της είπα ότι κακώς φτάσανε μέχρι εκεί και διακινδύνευαν να τους πιάσουν. Της εξήγησα, με βάση όσα ξέραμε, ποιες είναι οι πιθανές ποινές που θα αντιμετωπίσω στο στρατοδικείο.