Μια μέρα στο Εφετείο, μια από εκείνες τις ατελείωτες μέρες, η κυρία Μάγδα μου έδωσε ένα τετραδιάκι με τη μορφή του Παύλου Φύσσα στο εξώφυλλο. Έγραφε «6 χρόνια, #σιγά μην φοβηθώ#». Μου έδωσε άλλο ένα για τη φίλη μου τη Μαρία Παρέντη που μόλις είχε γεννήσει λέγοντάς μου: «Πες της να γράψει την ιστορία του Παύλου για να την πει στην κόρη της όταν μεγαλώσει».
Έτσι ήθελε η Μάγδα Φύσσα να διαφυλάξει τη μνήμη του παιδιού της. Να τον κρατήσει ζωντανό για τις γενιές που θα έρθουν. Ώστε να μάθουν οι επόμενοι τη σύντομη ζωή του και τη θρασύδειλη δολοφονία του. Να μπορέσουν να καταλάβουν τα παιδιά του μέλλοντος από ποια ακριβά υλικά ήταν πλασμένος ο γιος της.
Ο Παύλος που στα τέσσερα λεπτά που κρατήθηκε ζωντανός μετά τη μαχαιριά του Ρουπακιά μπόρεσε να προστατέψει τους φίλους του. Να δείξει τον δολοφόνο του. Και τελικά να φέρει στην επιφάνεια την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής και να σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους της.
Γι’ αυτό και η σύγχρονη ιστορία αυτού του τόπου πάντα θα του χρωστάει. Και οι επόμενες γενιές θα ξέρουν πως υπήρξε ο Παύλος Φύσσας που δολοφονήθηκε «όρθιος σε δημόσια θέα». Όχι για προσωπικές διαφορές, όχι για το ποδόσφαιρο αλλά επειδή ήταν αντιφασίστας καλλιτέχνης. Στοχοποιημένος από τα θρασίμια της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής.
Τον Παύλο Φύσσα δεν τον γνώρισα. Περπάτησα όμως μαζί με χιλιάδες άλλους φωνάζοντας το όνομά του. Τραγούδησα τα τραγούδια του. Αγκάλιασα τους φίλους του. Γνώρισα τη γειτονιά του. Ασπάστηκα τις ιδέες και τα όνειρά του για τον κόσμο και τους ανθρώπους. Κι αγάπησα ό,τι αγαπούσε.
Ένιωσα το χάδι της Μάνας του, την αγκαλιά της.