To 2010 Αχαρνής στην Επίδαυρο. Με το ΚΘΒΕ και σκηνοθέτη τον Σωτήρη Χατζάκη. Τα ’δωσα όλα. Γενάρη του ’10 μου τηλεφώνησε ο Χατζάκης, διευθυντής τότε στο ΚΘΒΕ.
Πήρα τον Γεωργουσόπουλο. Πήρα και τον Λούκο. Ρώτησα και τη Λίνα. Ρώτησα και τη Σπείρα. Μου είπαν όλοι «κάν’ τo». Κι άρχισε η φάση.
Διάβασμα, πολύ διάβασμα. Πρώτα απ’ όλα διάβασα τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Πήγα στην έκθεση βιβλίου. Πήρα τον Καργάκο και το ξεκοκάλισα. Ενημέρωνα και την πρόβα για ό,τι ανακάλυπτα.
Υπέροχη άνοιξη στη Θεσσαλονίκη. Πήρα την Τίνα Δασκαλαντωνάκη και ζητιάνεψα χαμηλή τιμή για ένα ωραίο δωμάτιο στο Μακεδονία. Γιατί καθώς έγραφα τη μουσική του έργου, ήθελα να βλέπω θάλασσα.
Με απασχολούσε πώς μπροστά στη μνημειώδη παράβαση του Σαββόπουλου θα φτιάξω κάτι ουσιαστικά θεατρικό και δυνατό.
Ένα απογευματάκι μπροστά από το παράθυρο πέρναγε ένα καροτσάκι που πούλαγε μαλλί της γριάς. Έπαιζε μια μουσική, αυτές τις πλαστικές μουσικές, αλλά η μελωδία φύσαγε. Την αντέγραψα στο τετράδιο ως είχε.
Θεωρώ ότι καταφέραμε μια παράβαση πολύ δυνατή και όπως βγαίνανε και τα πανό με τα πρόσωπα των ποιητών. «Οι ποιητές να πάρουν την κυβέρνηση» έγραφε ο Μύρης. Και στο τέλος το πανό με τον Λαμπράκη. H συγκίνηση μεγάλη.
Έριξα πολύ διάβασμα. Ήμουνα ο πρώτος που έμαθα το κείμενό μου. Κατέβαινα νωρίς στο πρωινό. Μαύρο ψωμί, σολομός, αγγούρι και ασπράδια. Και μετά το τετράδιο και στην πισίνα. Πάνω κάτω, πάνω κάτω… Nα λέω τα κείμενα για να βρίσκω τις ανάσες κολυμπώντας.
Μεγάλη Τρίτη πήγα στην Επίδαυρο. Ανέβηκα στο θέατρο πρωί πρωί πριν από τους τουρίστες. Βρήκα τον φύλακα – Γιώργο νομίζω τον λέγανε. Είχα πάρει άδεια να πηγαίνω το αμάξι επάνω.
– Πώς από δω πρωί πρωί;
– Να θα παίξω στο θέατρο το καλοκαίρι. Ήρθα λίγο να διαβάσω.
– Μόνο ο κύριος Κιμούλης και η κυρία Μουτούση το ’χουν κάνει αυτό.
Και μου φτιάξε έναν ωραίο ελληνικό καφέ, διπλό σκέτο.