Η άφιξή μου στην Αθήνα, περνώντας στη Νομική, σηματοδοτούσε μια καινούργια, συναρπαστική ζωή που πίστευα ακράδαντα ότι είχα δικαίωμα να την απολαύσω. Γιατί άξιζα τέτοια ζωή· τόσα χρόνια νηστείας υπέμενα καρτερικά και τα άγουρά μου χρόνια πέρασαν στα ιερατεία. Ούτε δεκαοκτώ δεν ήμουν όταν μπήκα στη Νομική. Και δίπλα στη Μαλβίνα, σταρ η ίδια στο Φαντάζιο και στη Γυναίκα, μαζί με την αγάπη μου στις τέχνες ανακαλύπτω μια καινούργια αγάπη, τη δημοσιογραφία.
Από μικρός ζήλευα τους πολεμικούς ανταποκριτές που έστελναν ειδήσεις από το μέτωπο αψηφώντας τους κινδύνους. Το είπα κάποια στιγμή στη Μαλβίνα. Εκείνη ως συνήθως δεν έδωσε σημασία και ένα απόγευμα μου είπε: «Εσύ είσαι αρνάκι του θεού, στον πόλεμο δεν σε στέλνω. Αφού το ’χεις καημό, θα σου δώσω τη μεγάλη ευκαιρία και θα πας Παγκράτι για να καλύψεις δημοσιογραφικά το σόου των αδελφών Μπαρμπούτσογλου».
Το Μπαρμπούτσογλου το εξέλαβα σαν κωδικό και όταν άκουσα σόου είπα αμέσως ναι. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι η πανούργα Μαλβίνα μάλλον είχε ραντεβού με γκόμενο. Για να μη τον στήσει, έστειλε στο πόδι της εμένα που το όχι δεν το ήξερα.
Με τα πόδια από το σπίτι μου ανηφόρισα χωρίς να πάρω ταξί με μια στενοχώρια διάχυτη. Γιατί πήγαινα σε ένα περίλαμπρο μαγαζί με αμπέχονο και στρατιωτικές αρβύλες. Το συγκεκριμένο styling ήταν πιο συμβατό με το ΕΚΚΕ όπου «υπηρετούσα».
Θυμάμαι το ύφος της μαντάμ Σουσού που προετοίμαζα από το σπίτι μου. Γιατί όλοι όταν θα μάθαιναν ότι ήμουν δημοσιογράφος, θα με κοιτούσαν με θαυμασμό. «Θανάσης Αλεξανδρής, δημοσιογράφος», το ’χα κάνει χιλιάδες φορές πρόβα σπίτι.
Όταν αντίκρισα το εξωτερικό μιας τριτοκλασάτης ταβέρνας, κόνεψα να πάθω εγκεφαλικό. Βέβαια αν πήγαινα τώρα, θα έκλαιγα από συγκίνηση για τον συγκεκριμένο χώρο. Όμως τότε δεν μπορούσα να αντιληφθώ τη γοητεία του ντεκαντάνς.