Είχαν μόλις κλείσει τα σχολεία. Πίνω καφέ με τις συμμαθήτριες μου και έτσι στα ξεκούδουνα ανακοινώνω πως το καλοκαίρι θα παίξω σε ταινία. Μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει γιατί ξεστόμισα τέτοιο ψέμα. Ούτε ταινία υπήρχε ούτε εγώ θα ’παιζα σε κάποια. Και δεν ήξερα πώς να το πάρω πίσω. Σύντομα θα γινόμουν ρεζίλι.
Λίγες μέρες μετά ετοιμάζομαι να απολαύσω τη μελέτη του τσέλου μου στο σπίτι, χωρίς να έχω πλέον το βάσανο του σχολείου. Είμαι απόφοιτη λυκείου. Κάνω τα μαλλιά μου κότσο και ξεκινώ με κλίμακες. Έχει περάσει όση ώρα χρειάζεται για να ζεσταθούν τα δάχτυλά μου, ενώ χτυπάει το τηλέφωνο. Πρέπει να κατεβάσω τη φωτογραφική μηχανή στο στούντιο του πατέρα μου, που είναι στο ίδιο κτίριο. Έχουν έρθει κάποιοι καλλιτέχνες για πρόβα και κρατάει αρχείο.
Δεν θέλω να διακόψω το διάβασμά μου, αλλά επιμένει. Αγανακτισμένη, κατεβαίνω στο στούντιο. Με τον κότσο στα μαλλιά και στα νεύρα μου. Μπαίνοντας, αναγνωρίζω τον Γιάννη Ζουγανέλη και κάπου στο βάθος τον μουσικό Κώστα Βόμβολο που τον γνώριζα. Ο πατέρας μου με συστήνει σε όλους. Μαζί τους ήταν και ο σκηνοθέτης Σταύρος Τσιώλης και η κόρη του, Κατερίνα.
Πετάω ένα ξερό «χάρηκα», στα όρια της αγένειας, και φεύγω για να συνεχίσω αυτό από το οποίο με διέκοψαν. Τη μελέτη μου. Το ίδιο βράδυ ο Αργύρης Μπακιρτζής τηλεφωνεί στον πατέρα μου (ήμουν και ανήλικη κι έβαλε τα μεγάλα μέσα) και του λέει: «Ο Τσιώλης έχει πει ήδη στην ηθοποιό που θα έπαιζε τον ρόλο ότι δεν θα τη χρειαστεί πια. Έχει φαγωθεί. Θέλει την κόρη σου».
Με τα πολλά ο πατέρας μου πείστηκε. Έτσι μερικές μέρες μετά βρίσκομαι με μια βαλίτσα, το τσέλο και το σενάριο με τίτλο Το ιστορικό συνέδριο της Βόλβης (ήταν ο αρχικός τίτλος της ταινίας) στο αμάξι του Μπακιρτζή να ταξιδεύουμε προς τη λίμνη Βόλβη, όπου είχαν ήδη αρχίσει τα γυρίσματα.