Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου λάτρευα να περνάω χρόνο στα μουσεία. Γι’ αυτό «ευθύνεται» ο πατέρας μου, ο οποίος φρόντισε από πολύ νωρίς να με μυήσει στον μαγικό κόσμο της αρχαιολογίας.
Οι επισκέψεις μας στα μουσεία είχαν τη μορφή ιεροτελεστίας. Σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο παίρναμε τους δρόμους –πάντα εγώ κι αυτός αποκλειστικά– και επισκεπτόμασταν κάποιο αρχαιολογικό μουσείο ή κάποια περιοδική αρχαιολογική έκθεση.
Θυμάμαι με τι δέος κοιτούσα τα αρχαία γλυπτά. Το αγαπημένο μου ήταν το σύμπλεγμα Αφροδίτης, Πάνα και Έρωτα, που εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Κάθε φορά που πηγαίναμε στο μουσείο παρακαλούσα τον πατέρα μου να με πάει στο σημείο που βρισκόταν το συγκεκριμένο γλυπτό.
Δεν χόρταινα να το παρατηρώ με τις ώρες. Θέλεις η παιχνιδιάρικη διάθεσή του, η λεπτομέρεια με το σανδάλι, ο τραγόμορφος Πάνας… Με είχε μαγνητίσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω από το μουσείο χωρίς να το δω. Μια φορά μάλιστα το άγγιξα κρυφά με την άκρη του δαχτύλου μου. Ένα χάδι μόνο – να έτσι ίσα ίσα.
Όμως η σχέση μου μου με τα μουσεία δεν ήταν μόνο παθητική. Άπειρες φορές είχα συμμετάσχει σε εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά. Αυτά όμως που έχουν μείνει χαραγμένα στο μυαλό μου και στην καρδιά μου είναι τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Βυζαντινού Μουσείου. Θυμάμαι ακόμη τον όμορφο κήπο του μουσείου. Το ακούραστο επιστημονικό προσωπικό του να μας ξεναγεί στις εκθέσεις.
Θυμάμαι να κάθομαι οκλαδόν στο πάτωμα και να ακούω ιστορίες για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων στο Βυζάντιο. Και στη συνέχεια να ζωγραφίζω σε ένα χαρτί το έκθεμα που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση. Τις ώρες που βρισκόμουν εκεί ένιωθα σαν να μπαίνω μέσα σε έναν άλλο κόσμο. Φανταστικό μα και συνάμα τόσο αληθινό. Αληθινός γιατί κάποτε είχε υπάρξει.
Όταν μεγάλωσα λιγάκι, δηλαδή στις πρώτες πια τάξεις του γυμνασίου, συνέχισα να πηγαίνω στα μουσεία με τον πατέρα μου.