Τα χαρτογλυπτά παρατάσσονται ρυθμικά ανάλογα με την αίθουσα στην οποία εκτίθενται και παρελαύνουν στον χώρο. Είναι συναρμολογημένα από διάφορα είδη σκληρών χαρτονιών και άλλων υλικών μοντελισμού. Τα αντικείμενα που έτσι προέκυψαν έχουν πλέον αναλάβει τον ρόλο της επίκλησης κάθε μορφής ανάμνησης γεγονότων, που συνεχώς αναβλύζουν από την κρήνη του παρελθόντος μες στο παρόν.
Το υλικό που παραθέτω εξιστορεί τη μακροχρόνια σχέση μου με τη σκηνογραφία. Είναι τα δραματικά «υπολείμματα-τεκμήρια», αποκόμματα που προκύπτουν την ώρα που σχεδιάζεται και κατασκευάζεται η μακέτα ενός θεατρικού σκηνικού. Είναι Ερείπια από χαρτί και ατελεύτητες ιστορίες.
Όλα είναι κρυμμένα και τακτοποιημένα με άναρχο τρόπο ανάμεσα σε προσωπικές στιγμές που βρέθηκαν στις ώρες της σύνθεσης και στα μυστικά που έχουν φυλαχτεί από τα κείμενα και τις εικόνες που μόνο το θέατρο ξέρει να παρουσιάζει.
Κράτησα την ευχαρίστηση να συναρμολογώ συνέχεια ό,τι πριν από χρόνια έκανα στο εργαστήριο και μετά στη σκηνή. Έχω για φυλαχτό την τέχνη του εφήμερου. Αυτή με προστατεύει στη μάχη με τον χρόνο. Στον χρόνο που έφυγε και στον χρόνο που θα έρθει.
Με την «επανα-συναρμολόγηση» λοιπόν των διάφορων υπολειμμάτων προκύπτουν νέες συνθέσεις στον χώρο και νέες συνθήκες οι οποίες, όταν φωτιστούν κατάλληλα, παράγουν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σκιές στους τοίχους των δωματίων. Οι σκιές εγκωμιάζουν και εξιστορούν στον θεατή «κρυφές» προτάσεις, ώστε να φανταστεί μια νέα δραματουργία σε νέους θεατρικούς χώρους.
Έτσι προέκυψε μια διαδικασία μετασχηματισμού που άρχισε να αποδίδει όταν κατέληξε η κάθε ενότητα-γλυπτό να φιλοξενεί σαν φάτνη απίθανα περιστατικά που ψάχνουν να βρουν μια προσωπική σχέση με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Αυτή αντιστέκεται στην ακαδημαϊκή ηθική του συμβατικού θεάτρου. Προτρέπει τον θεατή να ορίσει ο ίδιος τον τόπο που θα δει το αντικείμενο-γλυπτό και τις σκιές του.
Τα Ερείπια από χαρτί παράλληλα απεικονίζουν το «ρεπορτάζ» κατεστραμμένων ευρημάτων πολιτισμού, θεατρικών τοπίων, σκηνών, μνημείων κ.λπ.