Κάπου στα τέλη του 2012 επικοινωνεί μαζί μου ο ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού σε μια διαβόητη συνοικία της Αθήνας, Aαπό αυτές που ακούς κοκόρια, φτιαγμένα μηχανάκια και Καλάσνικοφ, και μου λέει ότι θέλει να οργανώσουμε μια παράσταση κωμωδίας. Το σκέφτομαι περίπου δύο millisecond και του λέω ναι. Θα είναι τρίτη παράσταση stand-up comedy της ζωής μου.
Κανονίζουμε να πάμε το ένα τρίτο συνολικά της ελληνικής σκηνής κωμωδίας, οι πέντε από τους συνολικά δεκαπέντε. Ένας έμπειρος κωμικός, που θα αναλάμβανε την παρουσίαση, και τέσσερις λιγότερο έμπειροι, δηλαδή με μηδενική εμπειρία.
Φτάνει λοιπόν η αποφράδα μέρα, πάμε στον χώρο και διαπιστώνουμε ότι είναι όλα λάθος.
Το μαγαζί είναι μισό παραδοσιακό καφενείο, μισό lounge bar και μάλιστα διχοτομημένο ακριβώς στη μέση. Απλώς κάποια στιγμή τελείωναν οι ψάθινες καρέκλες και άρχιζαν οι λευκοί καναπέδες. Παίζαμε στο επίπεδο του εδάφους και μάλιστα μπροστά στην πόρτα, απέναντι από το μπαρ. Όποιος έμπαινε μέσα αναγκαστικά άνοιγε την πόρτα πίσω μας, διέσχιζε τη σκηνή (μ’ εμάς πάνω) και πήγαινε να καθίσει στο τραπεζάκι του.
Η παράσταση, που ήταν προγραμματισμένη για τις 9.30 ξεκίνησε τελικά γύρω στις 11.00. Γιατί πού να το ξέρουν οι θαμώνες του μαγαζιού τι σημαίνει «ώρα έναρξης 9.30». Ξεκινάει λοιπόν ο παρουσιαστής και προσπαθεί να κάνει τον κόσμο να νιώσει ασφάλεια, να τον ησυχάσει για να προσέχει. Και το όλο πράγμα πάει καλά, μέχρι φυσικά τη στιγμή που δεν πάει! Καθώς εξαιτίας της χωροθέτησης της σκηνής έχει διακοπές κάθε τρεις και λίγο.
Κόσμος περνάει από πίσω του ενώ παίζει. Περπατάει μπροστά του, χαιρετάει τους φίλους του, κάθεται, του γυρνάει πλάτη, ρωτάει το μπαρ τι έχει το μενού και παραγγέλνει, με απόλυτη φυσικότητα. Την τρίτη φορά που συμβαίνει αυτό –και για να μην πιαστεί στα χέρια με τον τρίτο γλυκούλη άνιωθο– φέρνει στη σκηνή τον πρώτο λιγότερο έμπειρο κωμικό, εμένα.