Εργάζομαι σε συνοικιακό σουπερμάρκετ, από τότε που ήμουν 23 χρόνων, ενώ πλέον κοντεύω τα 50. Έχω να σας διηγηθώ άπειρες ιστορίες λοιπόν. Αστείες, λυπητερές, αγαπησιάρικες, εξοργιστικές, ακόμη και βαρετές. Τόσες πολλές που άνετα θα έγραφα ένα μυθιστόρημα με τίτλο Ιστορίες του σουπερμάρκετ.
Διαλέγω όμως μία που με σημάδεψε βαθιά, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά, και που θεωρώ ότι είναι καθρέφτης της κοινωνίας, της οποίας κι εγώ είμαι μια μικρή ψηφίδα.
Συνέβη πέρυσι τον Φλεβάρη. Ήταν Παρασκευή πρωί και ήμουν μόνη στο μαγαζί. Επομένως έπρεπε να εξυπηρετώ συγχρόνως στο ταμείο και το ψυγείο του καταστήματος. Συνήθως τα καταφέρνω μια χαρά. Άλλωστε η δουλειά έχει σπάσει απίστευτα πολύ τα τελευταία χρόνια, αφού οι άνθρωποι της γειτονιάς, φτωχοί μεροκαματιάρηδες, ξοδεύουν τα ελάχιστα που τους απομένουν κάθε μήνα με φειδώ.
Εκείνη την Παρασκευή όμως έτυχε να έχει δουλίτσα. Συγκεκριμένα είχα να εξυπηρετήσω τέσσερις πελάτες.
Έναν ογδοντάρη αργόσχολο συνταξιούχο, ο οποίος είχε χηρέψει πρόσφατα και ένιωθε μοναξιά στο σπίτι, όποτε ερχόταν και άραζε στο σουπερμάρκετ με τις ώρες.
Έναν εξηντάρη που τον είχε στείλει η γυναίκα του με λίστα για ψώνια και ήταν εντελώς έξω από τα νερά του, καθώς σκεφτόταν ότι προτιμούσε να είχε πάει για ψάρεμα.
Μια στριμμένη γριά θεούσα. Και μια τρελόγκα Βραζιλιάνα που είχε μετακομίσει πρόσφατα στη γειτονιά και αγόραζε από μας μόνο μπίρες και προφυλακτικά.
Ο εξηντάρης που προτιμούσε το ψάρεμα μου ζήτησε μισό κιλό φέτα και κατευθύνθηκα στο ψυγείο. Είχαμε μόλις αγοράσει ένα καινούργιο μαχαίρι και το αφεντικό με είχε προειδοποιήσει ότι κόβει σατανικά πολύ. Το επιβεβαίωσα εκείνη τη στιγμή. Αντί να κόψω το τυρί, έκοψα το δάχτυλό μου.
Ο πόνος αφόρητος. Κρατήθηκα όμως και δεν ούρλιαξα ούτε έβαλα τα κλάματα. Το αίμα ποτάμι.