Επέστρεψα στη γενέθλια πόλη μου, την Καβάλα, πριν από 18 μήνες ακριβώς. Σε μια σημαντική θέση, με πολλή δουλειά και ελάχιστο ελεύθερο χρόνο. Και πολλούς πολλούς δικούς μου ανθρώπους. Που με νοιάζονται. Ειλικρινά και απροσποίητα. Και που πάντα η τρίτη ερώτηση που μου κάνουν είναι αν έχω παιδί.
Όχι αν έχω σύντροφο, αν είμαι ευτυχισμένη, αν είναι καλά η υγεία μου ή αν μου αρέσει η δουλειά μου. Αν έχω παιδί. Και στην αρνητική μου απάντηση, μια στιγμιαία συννεφιά σκεπάζει το πρόσωπό τους. «Μα κι εσύ, βρε κοπέλα μου, δεν πρέπει να δουλεύεις τόσο. Τα περιθώρια στενεύουν, δεν θα προλάβεις».
Κι εγώ αναρωτιέμαι πότε και με ποια αόρατη κίνησή μου μπήκα σε αυτό τον στίβο που στο τέλος της διαδρομής με περιμένει ένα μωρό. Και μετά σκέφτομαι για λίγο τη μέρα μου. Τα ραντεβού το πρωί. Τις επισκέψεις σε γραφεία πολιτικών για να βρω χρήματα για τον οργανισμό. Τα τηλεφωνήματα σε καλλιτέχνες. Τις αμέτρητες παραστάσεις που πρέπει να δω για να επιλέξω αυτές που θα ταιριάζουν περισσότερο στην πόλη. Τις πρόβες μου, τις στιγμές που γράφω.
Και αναρωτιέμαι σε ποια χαραμάδα θα μπορούσα να χωρέσω ένα παιδί που με χρειάζεται. Έναν μικρό άνθρωπο που θα είναι απόλυτα εξαρτώμενος από εμένα και θα με περιμένει. Θα έχει άραγε τόση αντοχή ώστε να με περιμένει να τελειώσω τις πιεστικές δουλειές μου; Θα αντέχει τους ρυθμούς μου; Ή μήπως θα πρέπει να το πάρω εγώ απόφαση και για δύο χρόνια να αποσυρθώ στα ενδότερα κάποιου διαμερίσματος για να το μεγαλώσω όπως του αξίζει;
Αλλά και τότε ποιος θα πληρώνει αυτό το διαμέρισμα; Οι γονείς μου, ο σύντροφός μου; Πόσες σχέσεις εξάρτησης πρέπει να δημιουργήσω –εγώ που ως τώρα πάλευα να είμαι ανεξάρτητη– για να μπορέσω να μεγαλώσω ένα παιδί;