Υστερα από είκοσι ώρες καθυστέρηση προσγειωθήκαμε επιτέλους στο Ερμπίλ, στο Ιρακινό Κουρδιστάν. Την προηγούμενη νύχτα είχε ισχυρή καταιγίδα. Και ομίχλη, πολλή ομίχλη.
H αίθουσα αφίξεων παγωμένη και γκρίζα. Σε κάποιους τοίχους διάσπαρτα βαθουλώματα, ίχνη από σφαίρες. Ο στρατιώτης με οδηγεί στο γκισέ για την παραλαβή της βίζας. Πάνοπλοι στρατιώτες παντού, αμίλητοι, σκυθρωποί. Από τον φεγγίτη μπαίνει αχνό φως.
Παρακαλώ έναν φρουρό να καλέσει από το κινητό του τον Ράτζα, γιατί δεν μπορώ ακόμη να συνδεθώ στο τοπικό δίκτυο. Ο Ράτζα περιμένει σε ένα άλλο κτίριο, όχι πολύ μακριά. Καταφέρνω να βρω λεωφορείο που θα με μεταφέρει μέχρι εκεί.
Ο αέρας φέρνει σκόνη, το φως του ήλιου θαμπό σαν να περνάει μέσα από γάζα. Προσπαθώ να ψηλαφίσω τον χώρο με το βλέμμα. Θραύσματα χώρου, ένα ακατανόητο παζλ.
Ο Ράτζα πετά το τσιγάρο και με σφίγγει στην αγκαλιά του. Μου λέει ότι η ταινία μου θα παίξει το βράδυ, αλλά έχουμε αρκετό και δύσκολο δρόμο μέχρι να φτάσουμε στη Σουλεϊμανίγια. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε. Αλλά μου άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην προλάβουμε την προβολή της.
Διασχίζουμε το Ερμπίλ. Μια πόλη που προσπαθεί να αναπνεύσει μέσα από τα χαλάσματα του πολέμου. Παντού ο πόλεμος. Σταματάμε έξω από ένα μικρό σουπερμάρκετ και αγοράζουμε χυμούς και φρούτα για το ταξίδι. Η πόλη νωπή από την καταιγίδα.
Ο δρόμος για τη Σουλεϊμανίγια τρομακτικός. Στενός με συνεχείς στροφές και πολυσύχναστος και από τις δυο λωρίδες κυκλοφορίας. Σε μια στροφή του δρόμου ο Ράτζα μου δείχνει ένα πελώριο άγαλμα του Σαντάμ ψηλά πάνω στον λόφο. Είχε γεννηθεί στη μετά Χουσεΐν εποχή. Τον ρωτώ τι έχει ακούσει, ποια είναι η γνώμη του για το «μαύρο πρόβατο» του ΝΑΤΟ. Αρκείται να μου απαντήσει ότι «η Αμερική μας διέλυσε, άφησε πίσω της συντρίμμια. Αυτό κάνει πάντα».
Τον ρωτώ αν έχει όνειρο να πάει στις ΗΠΑ.