Τι σχέση έχουν μεταξύ τους μια βυζαντινή επιγραφή, οι φεμινιστικές προσεγγίσεις και η ανάγκη να βρεις δουλειά ως αρχαιολόγος;
Δεν ξέρω. Πάντως το 2016, όταν η φίλη μου Βέρα Ανδριοπούλου έριξε την ιδέα να στήσω ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα και να το παρουσιάζω στο Ίδρυμα Λασκαρίδη, σε μαθητές της Β΄ γυμνασίου που έρχονταν με τα σχολεία τους, έστυψα το κεφάλι μου να σκεφτώ κάτι. Κι ας μην είχα σχετική εμπειρία.
Μου είχε κάνει από παλιότερα εντύπωση μια επιτύμβια επιγραφή που βρέθηκε στο Μοναστηράκι, στα ερείπια της εκκλησίας Μεγάλη Παναγιά, εντός της Βιβλιοθήκης του Αδριανού. Η εκκλησία αυτή ανασκάφηκε και κατεδαφίστηκε οριστικά το 1885. Η επιγραφή μνημόνευε κάποια Μητζή Δρουνγαρέα, με έτος θανάτου το 856 μ.Χ.
Μητζή πρέπει να ήταν το μικρό όνομα της γυναίκας ή απλώς σήμαινε μικρή. Δρουνγαρέα, δηλαδή σύζυγος ή κόρη κάποιου δρουγγαρίου (υψηλό στρατιωτικό αξίωμα στα βυζαντινά χρόνια).
Αυτή έγινε η ηρωίδα μου για ένα εκπαιδευτικό παιχνίδι βόλτα στη βυζαντινή Αθήνα. Μόνο που άλλαξα το Μητζή σε Μήτση. Ζήτησα από τον αδελφό μου τον Γιάννη, καλλιτέχνη κι εξαιρετικό δημιουργό κόμιξ, να φτιάξει ένα σκίτσο της. Εκείνος τη ζωντάνεψε οπτικά.
Η Μήτση λοιπόν, γύρω στα 40, παντρεμένη με τον στρατηγό και με ενήλικα παιδιά, μια μέρα βαρέθηκε. Αποφάσισε να επισκεφτεί την Αθήνα. Ήθελε να δει (να προσκυνήσει έλεγαν τότε) την Παναγιά την Αθηνιώτισσα. Δηλαδή τον Παρθενώνα που είχε μετατραπεί σε εκκλησία.
Συνοδευόμενη από την ακολουθία της πέρασε την Ιερά Οδό, τον υπαρκτό τότε Ελαιώνα και έφτασε στη σημερινή Αρχαία Αγορά, κοντά στον ναό του Ηφαίστου. Κι αυτός τότε ήταν εκκλησία ή μάλλον μοναστήρι.
Εκεί τη χαιρέτησε ένας μοναχός που της συστήθηκε ως «Μήτσος· εεε… Δημήτριος». Προσφέρθηκε να την ξεναγήσει στη βυζαντινή Αθήνα. Εκείνη δέχτηκε μετά χαράς.
Εδώ ξεκινούσαν να μιλάνε τα παιδιά. Οι διάλογοι της Μήτσης και του Μήτσου ήταν γραμμένοι από πριν σε χαρτιά τυλιγμένα ρολό, σε ρολάκια.