Πάντα μου άρεσαν οι ξένες γλώσσες. Αυτός ήταν και ο λόγος που ξεκίνησα να δουλεύω στο Φεστιβάλ Δράμας. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία που θα διηγηθώ κάποια άλλη φορά.
Μέσα δεκαετίας του ’90. Είναι τα χρόνια που καινούργιες χώρες ξεφυτρώνουν μπροστά στα έκπληκτα μάτια των αγεωγράφητων. Το «ανατολικό μπλοκ» έχει καταρρεύσει και καινούργιες πρωτεύουσες –πάντα για τους αγεωγράφητους ομιλώ (όπως εγώ άλλωστε)– μπαίνουν στο λεξιλόγιό μας.
Προετοιμάζουμε με τον αείμνηστο Αντώνη Παπαδόπουλο το φεστιβάλ. Τηλέφωνα, fax και επισκέψεις σε άλλα φεστιβάλ και σε άλλες χώρες ήταν τα βασικά εργαλεία μας για την αλίευση ταινιών από το διεθνές στερέωμα.
Μας έρχεται λοιπόν μία ταινία στο Φεστιβάλ Δράμας από το Κιργιστάν. Φυσικά, ο σκηνοθέτης και ο παραγωγός της δεν μιλούν άλλη γλώσσα παρά ρωσικά και κιργιζιανά. Ο μόνος που μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους ήταν ο Αντώνης, που είχε σπουδάσει στο Κίεβο και μιλούσε άπταιστα ρωσικά.
Ήταν η μόνη γλώσσα από την οποία δεν καταλάβαινα τίποτε. Έστηνα αυτί όταν ο Αντώνης μιλούσε με σκηνοθέτες από τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και άλλες περιοχές από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Γιατί, όπως προείπα, οι άνθρωποι από αυτές τις χώρες μιλούσαν μόνο ουκρανικά και ρωσικά ή λευκορωσικά και ρωσικά κ.ο.κ. Είχα καταφέρει να πιάσω κάποιους αριθμούς και λίγες σκόρπιες λέξεις που επαναλάμβανα για να τις μάθω. Εκνεύριζα τον Αντώνη γιατί δεν τις έλεγα σωστά.
Πέραν όμως της δυσχερούς επικοινωνίας, λόγω γλώσσας, με αυτές τις χώρες, δυσχερή ήταν και τα μέσα επικοινωνίας. Ίντερνετ δεν υπήρχε και στις περισσότερες χώρες και το τηλεφώνημα ακόμη ήταν ένας μικρός άθλος. Μόνο με ραντεβού και με πολλή υπομονή για να πιάσεις γραμμή.
Άσε δε που οι κάτοικοι αυτών των χωρών ήταν πιθανότερο να κέρδιζαν το Λόττο παρά να εξασφάλιζαν βίζα. Και αυτό παρά τη βοήθειά μας και τις άπειρες επιστολές που στέλναμε στα προξενεία μας.