Σάββατο 20 Ιουλίου 1974 (οι τελευταίες μέρες της χούντας). Σε ηλικία 12 χρόνων. Μόλις έχω τελειώσει το δημοτικό. Βρίσκομαι διακοπές στην Κω με τον παππού, τη γιαγιά και την αδελφή μου. Ο παππούς Μανώλης ήταν εργοδηγός σε οδικά έργα. Όπου εργαζόταν εκείνα τα χρόνια πηγαίναμε για διακοπές.
Εκείνο το πρωινό μπαίνει η γιαγιά στο δωμάτιό μας αλαφιασμένη. Σχεδόν πανικόβλητη μας φώναξε: «Παιδιά, ετοιμάστε τα πράγματά σας. Πρέπει να φύγουμε γρήγορα και να γυρίσουμε στον Πειραιά». Ταυτόχρονα χτυπούν σειρήνες στην πόλη και έξω στους δρόμους επικρατεί χάος. Σήμανε επιστράτευση αλλά κανείς δεν γνώριζε πού πάει και τι κάνει.
«Τι συμβαίνει, γιαγιά;». «Η Τουρκία μας κήρυξε τον πόλεμο. Μπήκε στην Κύπρο. Μπορεί να έρθουν κι εδώ τόσο κοντά που είμαστε».
Ήταν τόσο τρομακτικές οι στιγμές και οι σκηνές για εμένα που ήμουν 12 χρόνων και την αδελφή μου που ήταν 14 χρόνων. Τις θυμάμαι ακόμη σαν να ήταν χθες.
Θυμάμαι ακόμη τον φόβο μου αλλά και τον πανικό στο νησί. Τρεις μέρες κοιμόμασταν στην προβλήτα του λιμανιού. Όποτε εμφανιζόταν πλοίο στο λιμάνι γινόταν χαμός ποιος θα πρωτομπεί. Προκειμένου να μην υπάρξει κάποιο τραγικό συμβάν λοιπόν ο λιμενάρχης του νησιού, μέσα σε ένα πλοιάριο και απέναντι από την προβλήτα, καλούσε τον κόσμο να τραβηχτεί πολλά μέτρα πίσω, σχεδόν εκατό, αλλιώς δεν θα άφηνε να δέσει όποιο πλοίο εμφανιζόταν στο λιμάνι.
Ποιος να κάνει πίσω; Κανείς. Αφήστε που κάθε λίγο, κοιτώντας συνεχώς προς τα παράλια της Τουρκίας, όλο και κάποιος πίστευε ότι έβλεπε ένα τουρκικό πολεμικό που ερχόταν και έσπερνε τον πανικό στο πλήθος. Ο λιμενάρχης πάντως έκανε πράξη την απειλή του και έδιωξε τα δυο πρώτα καράβια που ήρθαν.