Τέλη δεκαετίας του ’80 δουλεύω κούριερ. Είμαι τώρα μεσημέρι στο φανάρι μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, με δυο τεράστια χαρτόκουτα – κομπιούτερ και οθόνη, φορτωμένα όπως όπως στο παπί.
Κάνω ζιγκ ζαγκ ανάμεσα από τα αυτοκίνητα. Καθώς περνάω δίπλα από μια θηριώδη κατάμαυρη Μπεμβέ, της σκουντάω τον καθρέφτη του οδηγού. Δεν τον σπάω. Ο καθρέφτης επανέρχεται, αλλά αμέσως το παράθυρο του οδηγού κατεβαίνει. Ένας τύπος ξερακιανός, αδύνατος μεσήλικος αρχίζει να ωρύεται. «Κωλομηχανάκια, που νομίζετε πως τα πάντα σας επιτρέπονται. Πώς περνάς έτσι ρε, στραβός είσαι;» και τα σχετικά.
Εγώ έχω σταματήσει λίγο παρακάτω, ζητάω συγνώμη από τον νευρικό μπεμβεδάκια. Ο μυστήριος δεν ηρεμεί. Συνεχίζει να με λούζει κανονικά, μέχρι που δεν τον αντέχω άλλο. Τού λέω: «Σιγά, μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Σου κουνήσαμε λίγο τον καθρέφτη της μπεβέ σου και κάτι έγινε». Και προχωρώ μέχρι το φανάρι, περιμένοντας να γίνει πράσινο για να φύγω.
Όμως δεν έχω υπολογίσει καλά τα πράγματα. Ακούω πίσω μου έναν βρυχηθμό πανίσχυρου κινητήρα. Βλέπω ενεός την τεράστια γερμανική λιμουζίνα να έχει φύγει από τη θέση της. Καβαλώντας πεζοδρόμια έχει έρθει μπροστά από όλους που περιμένουν το φανάρι, μπλοκάροντας τελείως την κίνηση. Κι όλα αυτά για μένα.
Οχ σκέφτομαι, την πατήσαμε. Κι έχω δίκιο. Από το καθρεφτάκι του παρμπρίζ της μπεμβέ βλέπω να κρέμεται ένα χαρακτηριστικό έμβλημα ποδοσφαιρικής ομάδας, ενώ ο έξαλλος ιδιοκτήτης της, ο στεγνός που λέγαμε, συνοδευμένος από δύο φουσκωτούς, με πλησιάζει με ύφος σαράντα εξοργισμένων καρδιναλίων.
Δεν είμαι ακόμη σίγουρος για την ταυτότητά του, αλλά κάτι μου θυμίζει. Ρε, σκέφτομαι, αυτός δεν είναι το Μεγάλο Αφεντικό των επιχειρήσεων και του ποδοσφαίρου; Μπορεί να μην έχω την παραμικρή σχέση με το ποδόσφαιρο, διαβάζω όμως εφημερίδες. Και αναγνωρίζω το πρόσωπο του Μεγάλου Αφεντικού. Αλλά και την οργή του Μεγάλου Αφεντικού.