Οταν αποφάσισα να ταξιδέψω στη Μογγολία ήξερα ότι θα έχει πολύ κρύο. Γι’ αυτό έκλεισα εισιτήρια για τον Απρίλιο, όταν τα μεγάλα κρύα έχουν φύγει και οι θερμοκρασίες φτάνουν πλέον λίγο υπό το μηδέν. Οι δύο πιο ενδιαφέρουσες εκδρομές στη Μογγολία είναι δύο. Το κυνήγι με αετούς και η φυλή των Τσατάνων στα βόρεια της Μογγολίας (στα σύνορα με Σιβηρία) οι οποίοι εκτρέφουν ταράνδους. Διάλεξα το δεύτερο.
Θέλοντας να εξοικονομήσω χρήματα, βρήκα μια ντόπια οδηγό και της ζήτησα να τα κάνουμε όλα σαν ντόπιοι, όχι σαν τουρίστες. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι για να φτάσουμε στα βουνά που έμεναν οι Τσατσάνοι, θα κάναμε έξι ώρες πάνω σε άλογα. Για να μην έχουμε πολλά πράγματα και να μη χρειαστούμε επιπλέον άλογο για κουβάλημα –που το πληρώνεις– αποφασίσαμε να μην πάρουμε μαζί κουβέρτες και sleeping bag.
Η διαδρομή έξι ωρών, με μισή ώρα διάλλειμα, δεν ήταν το δύσκολο μέρος. Κάνω από μικρή ιππασία και το απόλαυσα πολύ. Στον δρόμο όμως άκουγα να λένε για το πόσο ψηλά έχουν μετακινηθεί οι νομάδες Τσατάνοι για να βρουν κρύο, καθώς οι τάρανδοι πεθαίνουν από την –έστω και λίγη– ζέστη.
Έπειτα μου είπαν για τις παραδοσιακές σκηνές τίπι. Στήνονται και ξεστήνονται γρήγορα για να τις μεταφέρουν οι νομάδες όταν αλλάζουν περιοχή. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω πως οι συνθήκες διαμονής δεν θα ήταν οι καλύτερες…
Περνώντας παγωμένες λίμνες, ποτάμια και βουνά με χιόνια φτάσαμε στην οικογένεια που θα μας φιλοξενούσε. Μας έδειξαν τη σκηνή μας, η οποία είχε για πόρτα ένα πανάκι που κουνιόταν με το παραμικρό φύσημα. Δεν είχε πάτωμα, πατούσαμε απευθείας στο χώμα. Στο κέντρο υπήρχε μια φωτιά. Περιμετρικά δύο κρεβάτια από κορμούς δέντρων με κάποια –καταβρόμικα– παπλώματα.