Ανέκαθεν αγαπούσα το Ολύμπιον. Από τότε που επισκεπτόμουν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ως παραγωγός και προβάλλονταν στον κινηματογράφο Ολύμπιον κάποιες από τις ταινίες μου.
Αγάπησα τα μεγαλειώδη ανάγλυφα διακοσμητικά, τα θεωρεία, τη μεγάλη πορφυρή κουρτίνα, τις βελούδινες θεατρικές καρέκλες με τις χαμηλές και άβολες πλάτες τους, που ήταν όμως τόσο κομψές.
Το 2015 συμμετείχα ως μέλος της Κριτικής Επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού. Μεγάλη τιμή, μεγάλη χαρά, αλλά και η αρχή μιας «συγκρουσιακής» σχέσης με τα καθίσματα της αίθουσας. Βλέπαμε δύο ταινίες την ημέρα για μία εβδομάδα. Λατρέψαμε τις ταινίες, αλλά όχι και τα καθίσματα!
Η σχέση αυτή θα μπορούσε να έχει λήξει εκεί. Όμως έξι μήνες μετά επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη για να αναλάβω τη γενική διεύθυνση του φεστιβάλ. Ταυτόχρονα ήμουν αποφασισμένη να βάλω σε προτεραιότητα την άνεση των θεατών και την αλλαγή των καθισμάτων στο Ολύμπιον.
Η αντικατάσταση των καθισμάτων αποδείχτηκε αληθινή περιπέτεια με πολλές ανατροπές.
Τα επεισόδια αυτής της «επικής» ιστορίας είναι πολύ τεχνικής φύσης για να κεντρίσουν έστω και ελάχιστα το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Η χρηματοδότηση της αλλαγής των καθισμάτων και όλων των εργασιών (ένα βήμα που ευτυχώς έγινε με τη βοήθεια του Υπουργείου Πολιτισμού μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων), η εκπόνηση της τεχνικής μελέτης του κτιρίου, η κατάστρωση ενός σχεδίου, ο Διεθνής Διαγωνισμός για υποβολή προσφορών, η αποτυχία, ο άγονος διαγωνισμός και πάλι από την αρχή!
Γνωρίζοντας ότι δεν αντικαθιστάς 800 κινηματογραφικά καθίσματα κάθε μέρα (οι καρέκλες μας χρονολογούνταν από το 1997), αλλά και ότι έπρεπε να σταθούμε αντάξιοι των προσδοκιών του κοινού, σε συνδυασμό με τον εύλογο προβληματισμό μας για ζητήματα αισθητικής και άνεσης, η πίεση και η αγωνία μας παρέμειναν αμείωτες μέχρι την τελευταία στιγμή.