Παναγιώτα, θα ψάλεις το «Άσπιλε, αμόλυντε» στους Χαιρετισμούς την Παρασκευή; ρώτησε η κυρία Θεοδώρα, η δεύτερη μαμά μου.
– Μόνη μου; Ντρέπομαι! Πώς θα ψάλω, μαμά, μόνη μου;
– (Γελώντας) Θα τα πας μια χαρά. Θα ψάλεις σαν να είσαι μόνη σου, όπως κάνεις όταν διακονείς στην καθαριότητα της εκκλησίας.
Και κάπως έτσι ήρθε η πρώτη μου εμπειρία ως τραγουδίστριας μπροστά σε κοινό. Ήμουν δεν ήμουν 10 χρόνων κι έμενα στο Ίδρυμα Αγία Άννα, κάπου στην Αθήνα. Η δεύτερη μαμά μου, η κυρία Θεοδώρα, επέμενε να βγαίνω από το ίδρυμα και να πηγαίνω να μαθαίνω ψαλτική με τον πατέρα Χρήστο Κυριακόπουλο. Ήταν ένα δώρο που μπόρεσα να εκτιμήσω στη σωστή του διάσταση αρκετά αργότερα.
2000. Έχω τελειώσει τις σπουδές μου και έχω αφήσει για τα καλά την ψαλτική πίσω μου. Ο πατέρας μου θέλησε να μου κάνει ένα δώρο για το πτυχίο που μόλις απέκτησα. Ένα ταξίδι στην Ισπανία. Πήγαμε σχεδόν παντού. Αρχίσαμε από Μαδρίτη, συνεχίσαμε με Τολέδο, Βαγιαδολίδ, Ανδαλουσία.
Ανδαλουσία. Ποιος θα μου έλεγε ότι αυτός ο τόπος θα γινόταν η μισή μου ζωή, ένας άλλος εαυτός.
Είδα φλαμένκο για πρώτη φορά στη ζωή μου, στη Γρανάδα. Μέχρι τότε δεν ήξερα τι ήταν. Ωστόσο μόλις άκουσα την κραυγή από τη χορεύτρια –μια εύσωμη κυρία αρκετά μεγάλη σε ηλικία που χτυπούσε τα πόδια της στη γη και η μάζα του σώματός της πηγαινοερχόταν στον ρυθμό– ένιωσα σαν να έπεσε κεραυνός.
Γυρίσαμε στην Αθήνα και έψαξα επειγόντως για μια σχολή χορού. Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μου στον θαυμαστό κόσμο του φλαμένκο.
Το 2007 γέννησα τον γιο μου και δεν προλάβαινα να χορεύω. Προλάβαινα όμως να τραγουδάω. Και σκέφτηκα πως κάτι γίνεται εκεί, με το τραγούδι στο φλαμένκο. Γιατί όταν χορεύουν περιμένουν σε αυτό το σημείο και γιατί βάζουν πόδια στο άλλο; Τι είναι αυτό;