Βρίσκομαι σε ταξίδι στην Ινδία, στην περιοχή Ρατζαστάν, στις παρυφές της ερήμου Ταρ. Η Ταρ είναι από τα πιο άνυδρα σημεία του πλανήτη. Σε ένα χωριό της περιοχής συναντώ κάποιον ντόπιο, τον Τατίγια, να διαβάζει την εφημερίδα του.
Από πάνω του πετούσαν γερανοί – στα ινδικά λέγονται κούρτζα (kurja / demoiselle cranes). Είναι νυφογερανοί, από τα λίγα πουλιά που πετάνε πάνω από το Έβερεστ. Πρόκειται για ένα είδος που μεταναστεύει από τη Μογγολία στην Αυστραλία και κάνει στάση στην Ινδία.
Μου είχε κάνει εντύπωση πόσο πολλά πουλιά υπήρχαν στο χωριό Κιτσάν. Οι κάτοικοί του στην πλειονότητά τους είναι τζαϊνιστές. Το τζαΐν, παρακλάδι του ινδουισμού, είναι πολύ αυστηρό σε θρησκευτικές πρακτικές. Από την άλλη βέβαια ανήκουν σε μια κάστα η οποία έχει κάποια οικονομική άνεση. Φτωχοί μεν, ρακένδυτοι όχι.
Ο Τατίγια με τον συγχωριανό του Bhanwar Ram Meghwal επέζησαν σαν από θαύμα από αυτοκινητικό ατύχημα. Οι ίδιοι θεώρησαν ότι θα έπρεπε να ανταποδώσουν τη σωτηρία τους. Επιστρέφοντας λοιπόν μετά το ατύχημα στο χωριό, βρήκε ένα ζευγάρι γερανούς – οι γερανοί είναι πουλιά που ζευγαρώνουν διά βίου.
Θεώρησε ότι κάποια θεότητα οδήγησε το ζευγάρι στην είσοδο του χωριού για να του δώσει τη δυνατότητα να ανταποδώσει τη σωτηρία του. Και το έκανε.
Μεγάλωσε το ζευγάρι, ενώ στη διάρκεια της χρονιάς πήγε και άλλο ζευγάρι, το οποίο επίσης φρόντισε. Την επόμενη χρονιά πέταξαν στο Κιτσάν γύρω στα 30 ζευγάρια. Τη μεθεπόμενη χρονιά περίπου 800. Όταν βρέθηκα στο χωριό ήταν 35 χιλιάδες νυφογερανοί στην έρημο.
Ένα πάμπτωχο –με τα δικά μας μέτρα– χωριό στην Ινδία έφτιαξε μια τεχνητή λίμνη και ταΐζει και ποτίζει δυο φορές τον χρόνο 35 χιλιάδες κούτζα, τα οποία μπορεί να φτάσουν και 40 χιλιάδες. Το κόστος για τα δεδομένα τα δικά τους είναι ανυπολόγιστο.