Ηταν αρχές του 2020 όταν μου ήρθε να γράψω ένα βιβλίο για τα ναργιλετζίδικα της Αθήνας. Εκείνο τον καιρό είχα μόλις φιλιώσει με έναν Κούρδο, τον Simon Suleymani, που τον είχα γνωρίσει στο Erbil της Αβέρωφ. Χαιρόμουν την παρέα μας και τις κουβέντες μας. Σκεφτόμουν ότι τόσα χρόνια που γυρνούσα σε τέτοια μαγαζιά είχα μαζέψει μέσα μου πολύ υλικό να καταγράψω.
Τα ναργιλετζίδικα θα μπορούσε να είναι βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου ή κεφάλαιο στην Πιάτσα του Ζάχου-Παπαζαχαρίου. Αλλά στον καιρό τους οι τεκέδες είχαν κλείσει. Τον ναργιλέ ξανάφεραν στην Αθήνα οι μετανάστες στις αρχές του αιώνα μας. Άρα, σαν ζαβολιά, ανέλαβα να γεμίσω το κενό που είχαν αφήσει εκείνοι.
Τεχνικά είχα στον νου μου να γράψω ένα εκτενές πεζογράφημα όπως η Ομόνοια 1980 του Γιώργου Ιωάννου. Γι’ αυτό ήθελα να έχω κι εγώ φωτογραφίες, όπως είχε κι εκείνος. Ανέθεσα λοιπόν στον Γιώργο Ευθυμίου, με τον οποίο ούτως ή άλλως βγαίναμε παρέα για ναργιλέ, να αναλάβει το φωτογραφικό κομμάτι του βιβλίου, μιας και το ’χει με την εικόνα.
Δεν πρόλαβα όμως να αρχίσω το γράψιμο και σκάει η καραντίνα. Έγραφα πια με μισή καρδιά. «Άραγε γράφω αυτό που σχεδίασα να γράψω ή τα απομνημονεύματα μιας ζωής που πέρασε ανεπιστρεπτί; Θα ξαναβγούμε έξω; Θα ξανανοίξουν τα μαγαζιά;».
Πάντως οι αλλεπάλληλες καραντίνες με τον κενό τους χρόνο με βοήθησαν να συνθέσω και να ολοκληρώσω και τα άλλα δύο επίπονα μέρη του βιβλίου.
Διάβασα μπόλικα βιβλία με αναφορές στη χρήση του ναργιλέ στην Αττική και ανθολόγησα σημαντικά αποσπάσματα από αυτά.
Είχα και την τρελή ιδέα να κάνω και μια ανθολογία τραγουδιών που μιλάνε για ναργιλέ. Δεν φανταζόμουν ότι θα ήταν τόσα. Ώρες ατέλειωτες στο ίντερνετ και στα βιβλία να ψάχνω, να ακούω, να σημειώνω.