Τι είναι νόθος;» ρώτησα τη μαμά μου όταν είδα το ενδεικτικό του συμμαθητή μου του Γιαννάκη. «Ρώτα τη νουνά σου» μου είπε. Πάντα το ίδιο έκανε, όταν δεν ήξερε τι να απαντήσει. «Μπάσταρδος» μου απάντησε εκείνη. «Και τι είναι μπάσταρδος;» συνέχισα. «Όποιος γεννήθηκε από μάνα αστεφάνωτη». Άλλο πάλι κι αυτό. «Και τι θα πει αστεφάνωτη;». «Αυτή που έκανε παιδί χωρίς να παντρευτεί» πήρα την απάντηση.
Το δικό μου ενδεικτικό έγραφε πατρός ξυλουργού και της γειτονοπούλας μας της Αθανασίας πατρός ορφανού. Ορφανός ήξερα τι ήταν, αυτός που δεν έχει πατέρα, σαν τα ξαδερφάκια μου στο χωριό, που έβλεπε η μαμά τη φωτογραφία τους κι έκλαιγε και έκλαιγα μαζί της κι εγώ.
Ήταν ο Πέτρος, ο Παντελής, ο Μάκης και ο Νικούλτσες –έτσι τον φώναζαν τον μικρότερο–, που δεν γνώρισε ποτέ τον μπαμπά του. Ήταν βρέφος όταν εκείνος σκοτώθηκε στον Εμφύλιο. Ο Παντελής ήρθε μαζί μας στη Θεσσαλονίκη γιατί είχε ίδια ηλικία με τον Τάσο μας και πήγαιναν μαζί σχολείο.
Η φωτογραφία αποδίδει τη θλίψη των μεγαλύτερων παιδιών –φοράνε και πένθος στο πέτο– και την άγνοια και ανεμελιά των μικρότερων. Ο Νικολάκης –ο Νικούλτσες– είναι ο δεύτερος αριστερά. Λίγο μεγαλύτερός μου, ήταν ένα παιδί ζωηρό, κεφάτο, έξυπνο, με μεγάλη αντίληψη, αλλά με αδιαφορία για τα γράμματα.
Ξαφνιάστηκα όταν είδα τη σχολική του τσάντα. Ένα υφαντό ταγάρι, από το οποίο έβγαλε μια πλάκα με ένα κοντύλι κρεμασμένο στην άκρη. Εγώ είχα και τσάντα και τετράδια, κασετίνα, μολύβια και μπογιές. «Γιατί δεν έχεις τσάντα;» τον ρώτησα.
«Εδώ κανείς δεν έχει» απάντησε, «γράφουμε στην πλάκα». Στα χωριά της Καστοριάς ο απολογισμός και ο αντίκτυπος του Εμφυλίου ήταν τραγικός. Φτώχεια, ερήμωση, καταστροφή, αν και η Κορησός, η πατρίδα της μαμάς μου, δεν ήταν κοντά στο πεδίο του πολέμου.