Μια κάποια αμηχανία την έχουν οι πρώτες συναντήσεις με τους εξ αγχιστείας συγγενείς. Ήταν και οι διαφορές μας πολλές. Ογδοντάρης αυτός, απόστρατος συνταγματάρχης, αποτραβηγμένος στο εξοχικό του, πολιτικά κάπου στο φάσμα της Δεξιάς. Πολύ δύσκολα θα βρίσκαμε κοινούς τόπους.
Έσπασε πρώτος τον πάγο: «Με τη μηχανή ήρθες; Αγγλική είναι; […] Στα εικοσιέξι μου είχα κι εγώ μια Νόρτον τριάμισι, μοντέλο πενήντα κάτι, του στρατού. Δυνατή μοτοσικλέτα· και ωραία! Ήμουν λοχίας τότε, την έβγαλε ο στρατός για πώληση και την πήρα. Μια φορά κατέβηκα στην Καλαμάτα. Ο πατέρας μου ούτε να τη δει. Με πίεζε διαρκώς να την πουλήσω. Είχε κι ένα χρέος… Την έδωσα να ξεπληρώσω. Κάπου έχω και μια φωτογραφία. Στο κουτί θα είναι…».
Από επίσκεψη σε επίσκεψη, διαισθητικά μάλλον παρά λογικά, εντόπιζε όσα μπορούσαν να γεφυρώσουν το μεταξύ μας χάσμα. «Ήταν δύσκολος ο πατέρας μου, σκληρός, έτσι επιβίωσε. Μεγάλωσε στο Ανταπαζαρί, ανατολικά της Πόλης κάνα δυο ώρες. Τον δικό του πατέρα –χονδρέμπορος, με λίρες πολλές– τον σκότωσαν οι Τσέτες. Αυτός γλύτωσε. Δεκαέξι χρονών, πήρε τη μάνα του, πλήρωσε έναν Τούρκο και με βοϊδάμαξα έφτασε στην Πόλη. Από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Λίγα χρόνια μετά δούλεψε χωροφύλακας. Τον έστελναν συχνά στη Δράμα, κατάσκοπο, γιατί ήξερε βουλγάρικα. Εσύ ιστορικός είσαι, ήταν εχθροί μας τότε οι Βούλγαροι… Όταν ξανάρθεις να μου φέρεις ένα καλό βιβλίο για το Εικοσιδύο».
Όταν η κουβέντα πήγαινε στον στρατό, τη δουλειά του, πάλευα να μη φανούν οι προκαταλήψεις μου. Σαν να ένιωθε όμως το κράτημα, με προλάβαινε. «Εγώ δεν έκανα γι’ αυτήν τη δουλειά, δεν μπορούσα να διατάζω. Γι’ αυτό διάλεξα το τεχνικό τμήμα, να ασχολούμαι με μηχανήματα, όχι με φαντάρους. Κάθε που άλλαζε η στρατιωτική τεχνολογία με έστελναν για μετεκπαίδευση. Στην Αμερική πήγα δυο φορές. Μια στον Νιου Τζέρσεϊ και μια στο Τέξας. Πήγα και μια στην Ολλανδία. Ωραία πολύ πέρασα στο Νιού Τζέρσεϊ…