Από την Τετάρτη 14 του Νοέμβρη 1973 πήγαινα κάθε μέρα για να δω τους συμφοιτητές μου, όπως έκανα τις περισσότερες μέρες μετά τη δουλειά το απογευματάκι.
Είχα έναν χρόνο που δεν ήμουν πια ανάμεσά τους. Τριγυρνούσα σε άλλους χώρους πιο «ασφαλείς». Αλλά το μυαλό μου πάντα εκεί, μαζί τους, στις αγωνίες τους για τις φοιτητικές εκλογές και τις προτάσεις τους να κάνουν κάτι για να ξυπνήσουν τους κοιμισμένους. Κάτι δυνατό!
Τις τρείς τελευταίες μέρες κάθε φορά που πήγαινα φοβόμουν και πιο πολύ. Το πράγμα φόρτωνε και αγρίευε. Το καταλάβαινες αλλά όταν έμπαινες στα κτίρια του Πολυτεχνείου ήταν σαν να ψήλωνες ένα μέτρο.
Παρακολουθούσα τους μεγαλύτερους με το στόμα ανοιχτό. Στις συνελεύσεις με τους εργάτες οι φλέβες στον λαιμό τους πετάγονταν. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα από την αϋπνία. Λίγο πριν φύγω το βράδυ, πήγαινα σε μια γωνιά και έγραφα σε ένα χαρτί με ένα πινέλο «ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ». Το έπαιρνα μαζί μου και το πετούσα τυχαία στον δρόμο.
Την Παρασκευή 16 του Νοέμβρη δεν πήγα στην τράπεζα. Είχα υποσχεθεί να μπω από το πρωί στο Πολυτεχνείο για να βοηθήσω. Το μεσημέρι κάποιος φώναξε: «Ή μέσα ή έξω». Διάλεξα να μείνω μέσα.
Μου έδωσαν να κρατάω σφιχτά έναν καθρέφτη στο παράθυρο για να εμποδίζω τη λήψη φωτογραφιών από τα συνεργεία της ασφάλειας που είχαν εγκατασταθεί στα γύρω κτίρια.