Ημουν στην εφηβεία, στο Ρέθυμνο. Πρέπει να ήταν 1984. Ήμουν 18 χρόνων. Πάλευα να καταλάβω ποιος είμαι. Ήξερα ήδη πως ερωτευόμουν αγόρια. Δεν ένιωθα ενοχές γι’ αυτό. Αν κι ήξερα πως «δεν κάνει».
Όμως ήταν μια τόσο φυσιολογική εξέλιξη της ζωής μου. Δεν θυμάμαι ποτέ να νομίζω ότι ερωτεύομαι κορίτσι. Θυμάμαι να προσπαθώ εκείνα τα χρόνια να βγω ραντεβού με κορίτσια. Είχα φιλήσει δυο τρία. Είχα κάνει σεξ με ένα. Όμως όταν φιλήθηκα για πρώτη φορά με έναν συμμαθητή μου, θυμάμαι να νιώθω το πρόσωπό μου ερεθισμένο την επόμενη μέρα από τα γένια του, να χτυπάει η καρδιά μου σαν να επρόκειτο να σπάσει το στήθος μου και να σκέφτομαι αυτό πρέπει να είναι ο «έρωτας» που λένε!
Δεν υπήρχε ποτέ μέσα μου καμιά αμφιβολία. Κι όταν δέχτηκα τις πρώτες επιθέσεις από συμμαθητές μου –κράξιμο κυρίως–, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να περάσω στην αντεπίθεση.
Και είναι πια 1984. Είμαι 18. Έχω μόλις πάρει δίπλωμα οδήγησης και οδηγώ το αυτοκίνητο της μάνας μου. Μπαίνει στο αυτοκίνητο ο φίλος μου ο Λευτέρης. Τρία τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μου, στα μάτια μου συνειδητοποιημένος gay. Ακουμπάει στο κάθισμα ένα τεύχος του περιοδικού Αμφί. Θυμάμαι να το ξεφυλλίζω τρελαμένος. Και φωτογραφίες με ημίγυμνους και πολιτικά κείμενα και ειδήσεις… και υπάρχουν κι άλλοι; Είμαστε πολλοί!
Έναν χρόνο αργότερα, στην Αθήνα, ένας άλλος φίλος μου, ο Κώστας, μου λέει «έλα μαζί μου» και με οδηγεί στο υπόγειο στην οδό Ζαλόγγου. Στα γραφεία του ΑΚΟΕ, του Aπελευθερωτικού Κινήματος Ομοφυλοφίλων Ελλάδας. Δεν ήταν μόνο το περιοδικό που με καθόρισε – όπως και πολλούς ακόμη της γενιάς μου. Τώρα ήταν κι ένας χώρος, ήταν φίλοι, ήταν μια οικογένεια.
Πέρασαν τα χρόνια. Κάποιοι έφυγαν από κοντά μας. Κάποιοι είναι ακόμη εδώ. Η μνήμη έγινε ασαφής. Πολλοί που ίσως να θυμούνταν έφυγαν. Κι εμείς ξέραμε μόνο χοντρικά τι είχε γίνει, πώς είχαν αρχίσει όλα.