Το 2005 ή 2006 –δεν θυμάμαι ακριβώς– ξυπνάμε ένα πρωί, γύρω στις πέντε τα χαράματα, για να πάμε στην εργασία μας στη λαϊκή αγορά. Έχουμε μπει στις μέρες των Χριστουγέννων. Ο καιρός φοβερός. Παγωνιά. Όλο το παζάρι είναι παγωμένο, χιόνι φουλ. Ανοίγουμε τους πάγκους και περιμένουμε τον κόσμο να έρθει.
Κατά τις δέκα το πρωί είχε ξεκινήσει κάπως η κίνηση. Ξαφνικά έρχεται ο ανιψιός μου –Νίκος κι αυτός– και λέει πως βρέθηκε στον πάγκο του μια τσάντα κάποιας γυναίκας που την ξέραμε· ήταν γνωστή πελάτισσα. Δεν ξέρω πώς έγινε. Μάλλον μπερδεύτηκε, γιατί το παιδί πουλούσε τσάντες.
Φεύγει λοιπόν από τον πάγκο η κυρία, βρίσκει την τσάντα το παιδί και έρχεται και μας λέει: «Βρήκαμε αυτή την τσάντα. Δεν είναι δικιά μου, από αυτές που πουλάω». Ανοίγεται η τσάντα για να δούμε τα στοιχεία της γυναίκας. Και βρίσκουμε μέσα 15.000 ευρώ.
Είμαστε τέσσερα πέντε άτομα και κάνουμε πηγαδάκι για να δούμε τι θα κάνουμε. Λέω του Νίκου: «Κοίταξε, αγόρι μου, αυτά τα λεφτά είναι ξένα, το ξέρετε». Λέει κι ο μπαμπάς του παιδιού: «Τα λεφτά αυτά δεν μας ανήκουν, πρέπει να δοθούν». Αποφασίζουμε λοιπόν να πάμε στην αστυνομία για να τα δώσουμε.
Στο μεταξύ η γυναίκα αυτή, αφού αντιλήφθηκε ότι χάθηκε η τσάντα της, πίστεψε πως της την έκλεψε ένα ζευγάρι Αλβανών. Πάει στην αστυνομία και ισχυρίζεται ότι την πήραν αυτοί.
Όταν πήγε ο Νίκος και αρχίζει να λέει πως βρήκαμε μια τσάντα με 15.000 ευρώ μέσα, είχαν πάει ήδη τους Αλβανούς εκεί. Έκλαιγαν και ορκίζονταν ότι δεν πήραν τίποτε και δεν είχαν ιδέα για την υπόθεση.
Μόλις άκουσαν τι είπε ο Νίκος συνέχισαν να κλαίνε. Αυτήν τη φορά από χαρά, γιατί σώθηκαν οι άνθρωποι. Η κατηγορία ήταν σοβαρή και καθώς η γυναίκα εκείνη είναι επώνυμη στη Δράμα, δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσουν οι δύο Αλβανοί από τα χέρια της αστυνομίας.