Ο γάτος μου έριξε ένα περίεργο, αδιάφορο βλέμμα και απομακρύνθηκε αργά. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία εκείνη τη στιγμή. Μόλις είχε βγει από το γκαράζ, όπως κάθε πρωί.
Αργότερα, όταν άρχισα να τον ψάχνω, σκέφτηκα ότι τις άλλες φορές περίμενε για ένα χάδι ή τουλάχιστον καλημέριζε με τον τρόπο του. Αυτήν τη φορά, που αποδείχτηκε ότι ήταν η τελευταία, θα έλεγα ότι ήταν σοβαρός.
Δεν τον αναζήτησα κατά τη διάρκεια της ημέρας, ασχολούμενη με ένα σωρό σημαντικά και ασήμαντα πράγματα της καθημερινότητας. Άλλωστε το φαγητό του ήταν πάντα εκεί, να το βρει όποτε του γούσταρε.
Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει, παραξενεύτηκα που έλειπε. Συνήθως, ιδιαίτερα τον χειμώνα, μαζευόταν νωρίς στο σπίτι και χουζούρευε τυλιγμένος στη χοντρή του κουβέρτα. Τον φώναξα αρκετές φορές. Κατέβηκα στο χωράφι μήπως είχε ξεμείνει κάπου χαζεύοντας ή μήπως παραφύλαγε να πετύχει εκείνη τη μικρή που την είχε άχτι. Τίποτε. Άφαντος.
Άρχισα να ανησυχώ. Πού εξαφανίστηκε; Αλλά ακόμη δεν έβαζα κακό με τον νου μου. Τόσα χρόνια ζούμε μαζί και οι μόνες φορές που έλειπε, μέχρι και τρείς συνεχόμενες ημέρες, ήταν τα γεναριάτικα ξεφαντώματά του, από τα οποία γύριζε ταλαιπωρημένος και καμιά φορά πληγωμένος. Αφότου εγχειρίστηκε όμως τα έκοψε αυτά. Αραιά και πού άρχιζε καβγάδες, συνήθως για το φαγητό.
Η νύχτα πέρασε δύσκολα με ανοιχτό το γκαράζ και την ανησυχία μου να φουντώνει. Θυμήθηκα ότι είχε έρθει έτσι ξαφνικά, όπως εξαφανίστηκε. Πριν από δεκατρία χρόνια. Φοβισμένος, πεινασμένος, μικρός γάτος. Τον αγαπήσαμε από την πρώτη στιγμή και έγινε η μασκότ του σπιτιού. Ένιωθε αμέσως ποιος επισκέπτης τον γουστάρει και κόλλαγε μαζί του, ενώ απέφευγε ορισμένους άλλους.