Παραλία του Βόλου 1922. Από τα πλοία βγαίνουν μπουλούκια μισόγυμνοι άνθρωποι, οι πρόσφυγες, που με μια κουβέρτα σκεπάζουν το κορμί τους. Γυναίκες, γέροι, γριές, παιδιά γεμάτα τραχώματα, ψειριασμένα, πεινασμένα, ορφανά, κοπέλες τρομαγμένες με μωρά στην αγκαλιά.
Η ήσυχη παραλία γέμισε κόσμο. Σπίτια, σχολεία, αίθουσες, καπναποθήκες επιτάχτηκαν για να στεγάσουν τους πρόσφυγες. Στήθηκαν πρόχειρες σκηνές για οικογένειες ή παρέες από το ίδιο χωριό. Οι περισσότεροι δεν μπόρεσαν να σώσουν τίποτε από τη σφαγή, την πυρκαγιά και τη μανία του όχλου.
Ένα βροχερό απόγευμα του 1922 μια συντροφιά κοριτσιών κουβέντιαζε για ρούχα, φλερτ, χορούς και πρόσφυγες. Μια από την παρέα μόλις είχε γυρίσει από τη Γερμανία και επηρεασμένη απ’ ό,τι είδε και έμαθε προσπαθούσε να μεταδώσει τον ενθουσιασμό της στις άλλες. Έτσι ιδρύθηκε το Άσυλο Παιδιού για την περίθαλψη των προσφυγόπουλων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μια πρωτοβουλία ανύπαντρων κοριτσιών, γόνων των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων της πόλης.
Τα θαρραλέα αυτά κορίτσια είχαν να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα από τις οικογένειές τους. Οι γονείς τους αντιστέκονταν στην ολοήμερη απασχόληση των μοσχαναθρεμμένων θυγατέρων τους στο άσυλο. Εκεί ανοίγονταν νέοι ορίζοντες δραστηριότητας στα κορίτσια εφημερεύουσες που ως τότε ζούσαν μια ζωή χωρίς περιεχόμενο. Κανένα από αυτά τα κορίτσια δεν φανταζόταν πως το άσυλο –έστω με διαφορετική μορφή– θα παρέμενε μέχρι τη δεκαετία του ’70.
Η Φόνη Κουτσαγγέλη-Ζωιτοπούλου, πρώτη πρόεδρος του ασύλου, έγραφε στο ημερολόγιό της: «Μαζευτήκαμε, αυτοχειροτονηθήκαμε, συντάξαμε το καταστατικό, το εγκρίναμε και ξεκινήσαμε με άδειο κουμπαρά. Το ονομάσαμε “Άσυλο Παιδιού Βόλου”. Τριάντα είμαστε τα κορίτσια που δουλέψαμε μέρα και νύχτα σαν ένας άνθρωπος και οι τριάντα, με την ίδια σκέψη, λαχτάρα, φιλοδοξία, να ανδρώσουμε το Άσυλο. Η πρώτη μορφή του ασύλου, για κάνα μήνα, είναι πρωτόγονος. Παιδικός σταθμός, τα φέρναν τα παιδιά το πρωί και τα παίρναν το βράδυ».