Ημουν 12 χρόνων όταν παραβρέθηκα για πρώτη φορά σε ξενάγηση του τότε εφόρου Στυλιανού Πελεκανίδη στον Άγιο Νικόλαο Ορφανό. Η κουμπάρα μας Ολυμπία Δημαρά, που είχε ταξιδέψει στην Πόλη μαζί του, ζήτησε να τη συνοδέψω. Γνώριζα την εκκλησία – βρισκόταν στην παλιά μας γειτονιά. Εκεί κοινωνούσα μικρή, ανήμερα της Αγίας Βαρβάρας. Τη θυμόμουν ασβεστωμένη. Απόρησα όταν είδα τα χρώματα και τα θέματα των τοιχογραφιών, που με εντυπωσίασαν τρομερά, όπως και η ξενάγηση.
Στο πανεπιστήμιο ο Πελεκανίδης ήταν ο καθηγητής που μας μύησε στην παλαιοχριστιανική και βυζαντινή τέχνη. Οι συμφοιτητές μου έλεγαν ότι ήταν αρχιμανδρίτης, που αποσχηματίσθηκε για να παντρευτεί. Ως έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κατόρθωσε να διασώσει και να αποκαταστήσει αξιοθαύμαστα τις βυζαντινές εκκλησίες της Καστοριάς, τον μπλαστρωμένο με αντηρίδες Προφήτη Ηλία, την Αγία Αικατερίνη και άλλες, στη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια.
Η συνεισφορά του πολύτιμη. Η κόρη του Έλλη μου έλεγε ότι είχε έναν εμπειροτέχνη αρχιτεχνίτη, που χρησιμοποιούσε ως μέτρο για τα βυζαντινά τόξα τον ώμο του! Στην κηδεία του –πέθανε ξαφνικά το 1980 μετά τον σεισμό– η ατμόσφαιρα στην υποστυλωμένη από τα συνεργεία του Μποδοσάκη Αγία Σοφία ήταν παγωμένη. Νιώθαμε όλοι τις συνέπειες της απώλειάς του.
Η μεγάλη κόρη του, η Έλλη Πελεκανίδου, υπήρξε συνάδελφός μου, αρχικά στην ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και αργότερα στην πάλαι ποτέ 9η ΕΒΑ (Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων). Ήταν ένα ευχάριστο και ακομπλεξάριστο πλάσμα, παρά το τεράστιο σώμα της. Μικρή έμεινε έναν χρόνο στη Βούλα, γιατί προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα.
Η Έλλη Πελεκανίδου αγαπούσε τους λαϊκούς ανθρώπους, είχε φιλίες με οδοκαθαριστές, με εργάτες. «Βάλε στο συνεργείο μου αυτό τον λειψανάβατο» έλεγε για κάποιο μικροκαμωμένο εργάτη, «μπας και λαδώσει το εντεράκι του». Τάιζε καθημερινά έναν μοναχικό τύπο στην οδό Αρμενοπούλου. Όταν άνθιζαν οι γαρδένιες της, γέμιζε το γραφείο και τα ρούχα μας με τα άνθη τους.