Στις 21 Απριλίου 1973 προσλήφθηκα από την Κατερίνα Ρωμιοπούλου στην ΙΣΤ΄ ΕΠΚΑ (Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων) ως επιστημονική βοηθός. Μόλις παρουσιάστηκα μου είπε: «Στο πανεπιστήμιο που ρώτησα για σένα έμαθα ότι είσαι γλωσσού». Της απάντησα ότι αυτό λέχθηκε γιατί κάποτε αντιμίλησα στον Δημήτρη Μαρωνίτη. Τέλος πάντων.
Η πρώτη δουλειά που μου ανέθεσε ήταν ο έλεγχος και η μεταφορά των ευρημάτων του γεωμετρικού νεκροταφείου Βεργίνας από το Γενί Τζαμί (Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο) στο καινούργιο μουσείο. Μου έδωσε τη δημοσίευση του Μανόλη Ανδρόνικου στο χέρι κι έναν ψηλό μεσήλικα εργάτη, τον Ηλία, ως βοηθό. Μου έκλεισε πονηρά το μάτι.
Η απόσταση ήταν μικρή· πήγαμε πεζή. Στον δρόμο συναντήσαμε κάποιους εργάτες του Δήμου Θεσσαλονίκης. Ένας από αυτούς άρχισε να ρωτάει απευθυνόμενος στον Ηλία: «Πότε θα συναντηθούμε;». Εκείνος του απάντησε: «Δεν είμαστε καλά. Εγώ μ’ εσένα θα πάω;». Οπότε άρχισα να υποψιάζομαι γιατί μου έκλεισε το μάτι η Ρωμιοπούλου.
Το Γενί Τζαμί, στο οποίο πήγαινα για πρώτη φορά, με γοήτευσε. Ήταν ένα ωραίο κτίριο με κήπο γεμάτο επιτύμβιους βωμούς, στον οποίο υπήρχε ένα σπιτάκι όπου έμενε παλιά ο έφορος Χαράλαμπος Μακαρόνας.
Το κυρίως τζαμί ήταν άδειο, αλλά στον εξώστη που ανεβήκαμε υπήρχαν ράφια γεμάτα από τα ευρήματα της ανασκαφής του νεκροταφείου της Βεργίνας, που διεξήχθηκε το 1952. Τα ευρήματα ήταν τοποθετημένα στα ράφια ανά τάφο, πολύ τακτικά.
Τα κοσμήματα βρίσκονταν μέσα σε χάρτινες σακούλες και σε πλακέ κουτιά τσιγάρων Άσσου Παπαστράτου και οι ενδείξεις ήταν γραμμένες από το χέρι του καθηγητή σε τσιγαρόχαρτο. Συγκινήθηκα.
Η δουλειά προχωρούσε γρήγορα. Όλα τσεκάρονταν εύκολα με βάση τη δημοσίευση. Ξαφνικά ακούω κάποιον θόρυβο και βλέπω έντρομη ένα αγγείο, έναν κρατήρα, σπασμένο στα πόδια του Ηλία. Καθώς τον σήκωσε από τις λαβές για να τον ελέγξουμε, οι λαβές ξεκόλλησαν και το αγγείο έσπασε.
Ο Ηλίας ξέσπασε σε κλάματα. «Τι θα γίνω, Παναγία μου. Θα χάσω τη δουλειά μου».