Ηταν Ιούνιος του 2021. Μουσεία, αρχαιολογικοί χώροι, μονές, ναοί, ξενοδοχεία και εστιατόρια δεν λειτουργούσαν ακόμη κανονικά. Οι ελάχιστοι τουρίστες που κυκλοφορούσαν πήγαιναν συνήθως σε ξεναγήσεις σε εξωτερικούς χώρους.
Στα γκρουπ, τα αεροπλάνα, τα τουριστικά λεωφορεία τα άτομα ήταν ελάχιστα και οι αποστάσεις που τηρούσαμε μετριούνταν σε εκατοστά. Έδειχναν παντού πιστοποιητικό εμβολιασμού, rapid test, PCR test για πτήση, πλοίο, μουσείο ή για να πάρουν μέρος σε εκδρομή.
Από τη δυστοπική εκείνη διετία της ανεργίας –με αποστάσεις, απομόνωση, καραντίνες, επαναπατρισμούς και ελάχιστη εργασία σε ξεναγήσεις– δεν θα ξεχάσω τις μοναδικές αφίξεις ελάχιστων κρουαζιερόπλοιων στο λιμάνι του Βόλου με λίγους επιβάτες. Συνήθως γέμιζε το ένα τρίτο των πλοίων.
Είχαν μόνο τολμηρούς Γερμανούς, τους οποίους πηγαίναμε βόλτα στον Βόλο και στο Πήλιο. Οι Γερμανοί ήταν πειθαρχημένοι ως συνήθως, αλλά ταυτόχρονα και φοβισμένοι από τα δρακόντεια μέτρα της εταιρείας. Είχαν υπογράψει σύμβαση ταξιδιού ότι θα τηρούσαν τους όρους του πλοίου. Και αν παρέβαιναν το πρωτόκολλο, η τιμωρία θα ήταν η ακαριαία εκδίωξή τους από το πλοίο.
Οι κανονισμοί για τις ξεναγήσεις μάς είχαν δοθεί γραπτώς από την εταιρεία. Τώρα που τους θυμάμαι κλαίω και γελάω μαζί: μάσκες συνεχώς και παντού, αποστάσεις, απαγόρευση απομάκρυνσης των ξεναγούμενων από το γκρουπ και τον ξεναγό, ελεύθερος χρόνος ούτε για αστείο. Απαγορευόταν οι τουρίστες να αγοράζουν, να αγγίζουν ή να τρώνε οτιδήποτε σε καταστήματα. Ακόμη και όταν πήγαιναν στην τουαλέτα θα έπρεπε να βρίσκονται στο οπτικό μας πεδίο. Άγνωστο πώς…
Στις ξεναγήσεις μας όλα αυτά φρόντιζε να τηρούνται με άγρυπνο βλέμμα ο συνοδός του πλοίου, ο οποίος αν παρατηρούσε κάποια παρατυπία θα «κάρφωνε» στην εταιρεία τόσο τον τουρίστα όσο και τον ξεναγό.
Κωμικοτραγικές βόλτες με τα πόδια στον Βόλο και στο Πήλιο – Πορταριά και Μακρυνίτσα. Όλοι με μάσκες ακόμη και σε εξωτερικό χώρο και στον καθαρό βουνίσιο αέρα. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή στους δρόμους και στις πλατείες εκτός από εμάς.