Ηταν Δεκέμβριος του 1928 όταν μια ευγενική πρόσκληση του διευθυντή των φυλακών Επταπυργίου ανάγκασε τον Ι. Α. Ζήρα, ρεπόρτερ της εφημερίδας Ελληνική, να πάρει τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στα μπουντρούμια του Γεντί Κουλέ. Στις 10 το πρωί xτυπούσε τη θεόρατη πόρτα των φυλακών. Το παραθυράκι ανοίχτηκε και, αφού δήλωσε την ταυτότητά του, η πόρτα έτριξε βαριά.
Ο διευθυντής Τρούλης τον δέχτηκε στο διευθυντήριο των φυλακών: «Ήρθατε;». «Ακριβώς. Kαι σας παρακαλώ να με διευκολύνετε. Η έρευνά μου είναι αποκλειστικά για τους εννιά μελλοθάνατους, οι οποίοι από στιγμή σε στιγμή περιμένουν την εκτέλεση της εις θάνατον καταδίκης τους».
Στο προαύλιο της τέταρτης ακτίνας εννιά ψυχές περιμένουν. Ο διευθυντής Τρούλης τον κατατοπίζει: «Αυτός είναι ο Αργύρης Μίσιας. Είναι από τους πλέον αιμοβόρους ληστές. Όταν συλλάμβανε τα θύματά του, η πρώτη του δουλειά ήταν να τους βγάλει τα μάτια».
«Γιατί οι δόλιοι να βλέπουν τα μαρτύρια που τραβάνε;» δικαιολογήθηκε.
«Ποιος έχει σειρά;» ρωτάει ο διευθυντής.
«Εκείνος που έχει τις περισσότερες αμαρτίες» φωνάζει ο Ντούμας και πλησιάζει. Ο Ντούμας ήταν το πρωτοπαλίκαρο του άλλοτε βασιλέως των όρεων, του διαβόητου Γιαγκούλα.
Αφού ο Ι. Α. Ζήρας του υποσχέθηκε ότι θα συνηγορήσει για τη χάρη, ο Ντούμας άρχισε την ιστορία του: «Ο Γιαγκούλας είπε πως πρέπει να σφαχτεί ο Αθανάσιος Μουγκριάτης, διότι τον είχε προδώσει. “Θέλω από σένα” μου είπε ο Γιαγκούλας, “να μας τον βρεις”. Έτσι τους οδήγησα στο δάσος της Τσαπουρνιάς ένα πρωί της 14ης Απριλίου 1923, όπου ο Μουγκριάτης έκοβε ξύλα. Ο προδότης κρεουργήθηκε απαίσια και γύρω από τα κομμάτια του χορεύαμε τον χορό του θανάτου από ληστρικό έθιμο».
Με τη σειρά του έρχεται ο φρικαλέος στην όψη Βαρτάν Τσιρουνιάν.
«Βρε Βαρτάν» του λέει ο διευθυντής, «πώς τα κατάφερες έτσι;». «Ανάθεμα την τύχη μου! Δεν μου άρεσαν τα ισόβια, αλλά ήθελα σώνει και καλά να μου φορέσουν κόκκινο λαιμοδέτη».