Tην Παρασκευή 10 του Μάη του ’68, που τη λέμε και «μεγάλη Παρασκευή» [η νύχτα των οδοφραγμάτων], το βασικό σύνθημα είναι «Ελευθερώστε τους συντρόφους μας». Στην πρώτη διαδήλωση της Σορβόννης είχαν συλλάβει καμιά πενηνταριά φοιτητές. Ο αγώνας γινόταν πια για να ελευθερώσουν τους συντρόφους μας. Δεν ζητούσαμε ακόμη άλλα πράγματα.
Στο μεταξύ έχει κλείσει και η Σορβόννη. Έχουν κλείσει και τα άλλα πανεπιστήμια. Κι εμείς είμαστε στους δρόμους. Στις 3 του Μάη ήταν καμιά δεκαριά χιλιάδες, στις 4 του Μάη 20, στις 7 του Μάη 60, στις 10 του Μάη 100 χιλιάδες. Και πάμε βόλτα γύρω γύρω. Περνάμε έξω από τη φυλακή. Οι φοιτητές βγάζουν τα χέρια τους από τα κάγκελα και μας χαιρετούν. Δεν γίνεται σύγκρουση με την αστυνομία.
Καταλήγουμε στο Καρτιέ Λατέν. Φτάναμε μέχρι τους Κήπους του Λουξεμβούργου, το βουλβεράτο Σεν Μισέλ. Κι εκεί λέμε λοιπόν, αφού δεν μας αφήνουν να κάνουμε κατάληψη στα πανεπιστήμια, θα κάνουμε κατάληψη του οδοστρώματος. Καθόμαστε εδώ και δεν φεύγουμε. Ήταν κάπου οκτώ με εννέα το βράδυ και καθόμαστε κάτω.
Μπαίνουν μέσα οι σιτουασιονιστές, οι οποίοι ήταν πολύ έμπειροι, και σου λένε αν μείνουμε έτσι, σε μισή ώρα θα κουραστούν όλοι και θα πάνε σπίτια τους. Να τους δώσουμε μια απασχόληση για να μείνουμε εδώ όσο μπορούμε περισσότερο. Λένε λοιπόν: «Παιδιά, η αστυνομία θα μας χτυπήσει. Γιατί λοιπόν να τρέχουμε εκείνη την ώρα να φτιάξουμε οδοφράγματα και δεν τα φτιάχνουμε τώρα;».
Και ξεκινάει κατά τις δέκα με έντεκα το ξήλωμα του δρόμου και το χτίσιμο των οδοφραγμάτων και φτάνει μέχρι τα μεσάνυχτα. Εκείνο το βράδυ χτίστηκαν καμιά διακοσαριά οδοφράγματα. Μάλιστα καθένα είχε άλλο στιλ. Π.χ. ένας αναρχικός το έκανε μόνος του. Δεν άφησε κανέναν να τον βοηθήσει. Και αφού το έκανε μόνος του, έβαλε τη μαύρη σημαία, πήρε το κορίτσι του, αγκαλιάστηκαν και φωτογραφήθηκαν. Αυτή είναι η αίσθηση του Μάη του ’68.