Του λέει: «Κύριε Sauvageot, πρέπει να βρούμε μια λύση γιατί δεν μπορεί να γίνεται αυτό το πράγμα. Δεν είναι σωστό να συγκρουστείτε με την αστυνομία».
– Αν δεν αφήσετε τους συντρόφους μας, δεν μπορούμε να σταματήσουμε τον αγώνα.
– Ναι, αλλά αυτό θέλει μια διαδικασία. Δεν μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Χρειάζεται παρέμβαση εισαγγελέα. Ξέρετε, υπάρχει ο νόμος.
Και τότε ακούγεται η φωνή χιλιάδων ανθρώπων να φωνάζει: «Libérez nos camarades» (ελευθερώστε τους συντρόφους μας). Και λέει ο Sauvageot στον αέρα και το ακούμε: «Το ακούσατε και μόνος σας. Μέχρι να αφήσετε ελεύθερους τους συντρόφους μας, εμείς θα συνεχίσουμε τον αγώνα». Κι εκεί καταλαβαίνουμε ότι θα έχουμε σύγκρουση.
Στο μεταξύ οι μπάτσοι παίρνουν σήματα να ετοιμαστούν για επίθεση. Και λένε στους φοιτητές που είναι μπροστά, στην περιφρούρηση, να ετοιμαστούν και αυτοί. Ένας νεαρός πετάγεται μέσα από τους διαδηλωτές και φωνάζει: «Πατέρα, βγάλε τη στολή σου κι έλα μαζί μας. Η θέση σου είναι με τον λαό και όχι με την εξουσία». Και βλέπουμε μες στους μπάτσους έναν από αυτούς να κλαίει και οι συνάδελφοί του να τον παρηγορούν. Αυτές τις σκηνές του Μάη του ’68 δεν τις μνημονεύει κανένας. Γιατί ξενίζουν.
Οι μπάτσοι πέταγαν τα δακρυγόνα, αλλά λίγο προς το πλάι. Τα παιδιά τους ήταν απέναντι. Αυτό το χαρακτηριστικό του Μάη δεν το έχουν μεταφέρει.
Κατά τη μία η ώρα δίνεται η εντολή. Αρχίζει η μάχη. Χαμός. Στρατηγικά σχέδια. Να τρέχουμε ομάδες από δω, να βάζουμε το οδόφραγμα εκεί. Φύγαμε με την τότε γυναίκα μου. Τρέξαμε προς τη Rue d’Assas επειδή μέναμε παλιά. Ξέραμε τους διαδρόμους. Θέλαμε να δούμε αν θα έρθει η κλούβα από εκεί. Μας βλέπει ένας Σπιανιόλος και μας λέει «θα έρθω μαζί σας».
Βρίσκουμε μια μεγάλη κολώνα. Την κουβαλάμε. Φτιάχνουμε οδόφραγμα. Μόλις τελειώνουμε, έρχεται η κλούβα. Οι μπάτσοι μας κοιτάνε με μίσος. Εμείς το σκάσαμε.